-
1 επάργεμος
-
2 ἐπάργεμος
-
3 επαργεμος
22) темный, непостижимый, сокровенный(θέσφατα, σήματα Aesch.)
-
4 ἐπάργεμος
ἐπάργεμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπάργεμος
-
5 ἐπάργεμος
ἐπ-άργεμος, mit einem weißen Fleck auf dem Auge, blind; übertr., dunkel, unverständlich -
6 επάργεμον
ἐπάργεμοςhaving a film over the eye: masc /fem acc sgἐπάργεμοςhaving a film over the eye: neut nom /voc /acc sg -
7 ἐπάργεμον
ἐπάργεμοςhaving a film over the eye: masc /fem acc sgἐπάργεμοςhaving a film over the eye: neut nom /voc /acc sg -
8 επαργέμοις
-
9 ἐπαργέμοις
-
10 επαργέμοισι
-
11 ἐπαργέμοισι
-
12 επαργέμους
-
13 ἐπαργέμους
-
14 επάργεμα
-
15 ἐπάργεμα
-
16 σιπαλός
A purblind, ugly, Call.Fr.anon. 106, Eust.972.29; glossed by χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος, Hsch., Zonar.; also by ἐπάργεμος κτλ., Hsch.; cf. σιφλός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σιπαλός
См. также в других словарях:
επάργεμος — ἐπάργεμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει άργεμο, δηλ. λευκή κηλίδα στο μάτι, τυφλός 2. σκοτεινός, ασαφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άργεμον «λευκή κηλίδα στο μάτι»] … Dictionary of Greek
ἐπάργεμος — having a film over the eye masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάργεμον — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem acc sg ἐπάργεμος having a film over the eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαργέμοις — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαργέμοισι — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαργέμους — ἐπάργεμος having a film over the eye masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπάργεμα — ἐπάργεμος having a film over the eye neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σιπαλός — ή, όν, ΜΑ 1. μύωπας, κοντόφθαλμος 2. δύσμορφος, άσχημος 3. (κατά τον Ζωναρ.) «χαλεπός, ἀκάθαρτος, ἄμορφος» 4. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπάργεμος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με σιφλός* και εμφανίζει επίθημα αλός* (πρβλ. απ αλός)] … Dictionary of Greek