Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

ἐοικότι

См. также в других словарях:

  • ἐοικότι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • ἐοικότ' — ἐοικότα , ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc pl ἐοικότα , ἔοικα as perf part act masc acc sg ἐοικότι , ἔοικα as perf part act masc/neut dat sg ἐοικότε , ἔοικα as perf part act masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»