-
1 εοικως
1) сходный, похожий, подобный(μύθοις, οὐκ ἔργοις Eur.)
καὴ τὰ ἐοικότα Sext. — и тому подобное2) подходящий, подобающий, приличествующий, надлежащий(μῦθοι Hom.)
; достойный (кого-л.), соответственный(ἄκοιτις Hom.)
ἐοικότι κεῖται ὀλέθρῳ Hom. — (Эгист) погиб заслуженной смертью3) разумный, рассудительный(λόγοι Plat.)
τὰ εἰκότα καὴ δίκαια Thuc. — разумное и справедливое;εἰκός ἐστι Soph. — естественно, как и должно быть;4) правдоподобный, вероятныйτὰ οἰκότα Her. — правдоподобные вещи, нечто похожее на истину;
κατὰ τὸ εἰκός или ἐκ τοῦ εἰκότος Thuc. — по всей вероятности, вероятно
См. также в других словарях:
ἐοικότι — ἔοικα as perf part act masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… … Dictionary of Greek
ἐοικότ' — ἐοικότα , ἔοικα as perf part act neut nom/voc/acc pl ἐοικότα , ἔοικα as perf part act masc acc sg ἐοικότι , ἔοικα as perf part act masc/neut dat sg ἐοικότε , ἔοικα as perf part act masc/neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)