Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐξ-ηγητικός

См. также в других словарях:

  • ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός …   Dictionary of Greek

  • ἡγητικόν — ἡγητικός authoritative masc acc sg ἡγητικός authoritative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητικαί — ἡγητικός authoritative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡγητικήν — ἡγητικός authoritative fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»