-
1 ποδ-ηγητικός
ποδ-ηγητικός, ή, όν, zu Führen, Leiten gehörig, geschickt, VLL.
-
2 ποδηγητικός
ποδ-ηγητικός, ή, όν, zu Führen, Leiten gehörig, geschickt
1 ποδ-ηγητικός
ποδ-ηγητικός, ή, όν, zu Führen, Leiten gehörig, geschickt, VLL.
2 ποδηγητικός