-
1 εξηγητικος
-
2 περιηγητικος
31) служащий путеводителем(βιβλία Plut.)
2) свойственный проводникам, т.е. традиционный(ἥ κοινέ καὴ περιηγητικέ δόξα Plut.)
-
3 υφηγητικος
См. также в других словарях:
ηγητικός — ἡγητικός, δωρ. τ. ἁγητικός, ή, όν (Α) [ηγητής] ηγετικός, αυταρχικός, καθοδηγητικός … Dictionary of Greek
ἡγητικόν — ἡγητικός authoritative masc acc sg ἡγητικός authoritative neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητικαί — ἡγητικός authoritative fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡγητικήν — ἡγητικός authoritative fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)