Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

ἐξ+ἐσχάτης

  • 1 αναπνοη

        поэт. ἀμπνοή, дор. ἀμπνοά ἥ
        1) вдыхание, вдох
        

    (ἀ. καὴ ἐκπνοή Plat., Arst.)

        2) дыхание
        

    ἀναπνοὰς ἔχειν Soph. — дышать, жить;

        ὑπὸ τέν ἀναπνοήν Polyb. — единым духом;
        ἕως τῆς ἐσχάτης или μέχρι τῆς ὑστάτης ἀναπνοῆς Polyb., Sext. — до последнего вздоха;
        τέν ἀναπνοέν ἀπολαβεῖν τινος Plut.удушить кого-л.;
        ἥ προσπεσοῦσα ταῖς ἀναπνοαῖς δύναμις Diod.задержка дыхания

        3) испарение
        

    (τοῦ σώματος Plat.)

        4) передышка, отдых
        

    ἀ. τινος Pind., Eur.отдых от чего-л.;

        ἀναπνοέν λαβεῖν Plat. или στῆσαι Pind. — прийти в себя, оправиться

        5) отдушина, отверстие

    Древнегреческо-русский словарь > αναπνοη

  • 2 ανάγκη

    η
    1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;

    πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;

    είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);

    έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;

    έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;

    έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;

    έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;

    δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;

    δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;

    σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;

    από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;

    είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;

    σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;

    2) недостаток, нужда, бедность;

    έχω ανάγκη — нуждаться;

    είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;

    3) естественная надобность; нужда (прост.);

    κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;

    § κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;

    την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ανάγκη

  • 3 έγκλημα

    (-ατός) τό преступление;

    σώμα τού έγκλήματος — состав преступления;

    έγκλημα εσχάτης προδοσίας — государственная измена;

    διαπράττω ( — или κάνω) έγκλημαсовершать преступление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > έγκλημα

  • 4 περίπτωση

    [-ις (-εως)] η случай (тж. мед.);

    πολύ ενδιαφέρουσα περίπτωση — очень интересный случай;

    σπάνια περίπτωση — редкий случай;

    δεν προβλέπεται περίπτωση πολέμου — возможность возникновения войны маловероятна;

    § σε περίπτωση πού... — или εν περίπτώσει... — в случае если..., на случай если...;

    εν η περίπτώσει... — если случится;

    εν πάση περίπτώσει — а) при всех случаях, в любом случае; — б) на всякий случай;

    σε οποιαδήποτε περίπτωση — в любом случае;

    σε τέτοια περίπτ, εν τοιαύτη περίπτώσει — в таком случае, в подобном случае;

    σε περίπτωση εσχάτης ανάγκης — или εν περίπτώσει απολύτου ανάγκης — в случае крайней необходимости;

    στην καλλίτερη (χειρότερη) περίπτωση — в лучшем (худшем) случае;

    εν εναντία περίπτώσει — в противном случае;

    σε καμιά περίπτωση — или εν ουδεμία περίπτώσει — ни в коем случае, ни при каких обстоятельствах

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > περίπτωση

  • 5 πνοή

    η
    1) дуновение; 2) выдыхание; дыхание (тж. перен.);

    η πνοή της ζωής — дыхание жизни;

    μέχρις εσχάτης ( — или τελευταίας)πνοης — до последнего дыхания, всю жизнь;

    3) вдохновение;

    έργο πλήρες πνοης — вдохновенный труд (о произведении);

    έργο μακράς πνοης — большой и вдохновенный труд; — основательная, фундаментальная работа (о научном произведении)

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πνοή

  • 6 υποστάθμη

    η отстой, осадок;

    § άνθρωπος (της) κατωτάτης ( — или εσχάτης) υποστάθμης — подонок

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υποστάθμη

См. также в других словарях:

  • ἐσχατῆς — ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg (doric) ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐσχάτης — ἔσχατος farthest fem gen sg (attic epic ionic) ἐσχατάω to be at the edge pres ind act 2nd sg ἐσχατάω to be at the edge imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • αγνωστικισμός — Φιλοσοφικός όρος που γεννήθηκε μέσα στην ατμόσφαιρα του θετικισμού και συγκεκριμένα μεταξύ των Άγγλων επιστημόνων και φιλοσόφων του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο όρος, που τον επινόησε ο Άγγλος φυσιοδίφης Χάξλεϊ το 1869 και τον χρησιμοποίησε… …   Dictionary of Greek

  • αντίθεση — I Στη φιλοσοφία, ο όρος δηλώνει τη σχέση αντικειμενικών μορφών, εννοιών ή κρίσεων που αντιτάσσονται και προσδιορίζονται ως άρνηση η μία της άλλης. Ως είδη α. εμφανίζονται η αντίφαση και η αντινομία, δεν εξαντλούν όμως το περιεχόμενο του όρου α. O …   Dictionary of Greek

  • βασιλικός — (ocimum basilicum). Φυτό ποώδες, μονοετές, κηπευτικό, πολύ αρωματικό, της οικογένειας των χειλανθών, ύψους 25 60 εκ. Έχει κόμη λίγο ή πολύ διακλαδισμένη, φύλλα ωοειδή, μυτερά, ακέραια ή οδοντωτά, ανώμαλα στην άνω επιφάνεια, πράσινα, έντονα ή… …   Dictionary of Greek

  • εσχατιά — η (Α ἐσχατιὰ και ιων. ἐσχατιή) [έσχατος] το έσχατο μέρος ή σημείο μιας έκτασης, το τελευταίο όριο, το τέρμα, το ακραίο σημείο («εις την εσχατιάν τού χωρίου, εις τα Λιβάδια», Παπαδ.) αρχ. 1. το ακραίο, το υψιστο σημείο («ὄλβου πρὸς ἐσχατιαῑς»,… …   Dictionary of Greek

  • μούντζα — και μούτζα και μούζα, η (Μ μούντζα και μούτζα και μούζα) καπνιά, μουντζούρα νεοελλ. 1. κηλίδα, μελανιά 2. επίχριση τού προσώπου κάποιου με μουντζούρα για εξευτελισμό 3. υβριστική χειρονομία με προτεταμένη την παλάμη και ανοιχτά τα δάχτυλα, αλλ.… …   Dictionary of Greek

  • οντολογία — Κατά τον αριστοτελικό ορισμό είναι η επιστήμη του όντος καθεαυτό, δηλαδή της πραγματικότητας θεωρούμενης στην ολότητά της και όχι σε μερικές ιδιαίτερες περιοχές, όπως είναι το Εγώ ή ο κόσμος ή ο θεός. Αυτές, σύμφωνα με μια ταξινόμηση του Κρίστιαν …   Dictionary of Greek

  • πισσοκοπώ — και αττ. τ. πιττοκοπῶ, έω, Α [πισσοκόπος] 1. αλείφω κάτι με πίσσα, πισσώνω («πισσοκοπεῑν τὰς ὀροφάς», επιγρ.) 2. μέσ. πισσοκοποῡμαι, έομαι αφαιρώ τις τρίχες τής κεφαλής με έμπλαστρα από πίσσα, γεγονός θεωρούμενο ως ένδειξη έσχατης εκθήλυνσης 3.… …   Dictionary of Greek

  • ψυχομαχώ — ψυχομαχῶ, έω, ΝΜΑ, και ψυχομαχάω Ν είμαι ετοιμοθάνατος, πνέω τα λοίσθια, ψυχορραγώ (α. «ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τόνε τρομάσσει», δημ. τραγούδι β. «πάτερ, ὡς λέγουν, ἐκ παντὸς ψυχομαχεῑ ἀδελφός μου», Πρόδρ. γ. «τινὰς μὲν δικαίους ψυχομαχοῡντας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»