-
1 διαπράττω
-
2 διαπράττω
[дьяпратто] р. совершать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διαπράττω
-
3 διαπράττω
[дьяпратто] ρ совершать. -
4 δια-
(у Hom. часто in tmesi) приставка со знач.:1) сквозного движеная, проникновения (διαβαίνω)2) распределенного действия (διαπέμπω)3) разделения (διαλύω)4) взаимности (διαλέγομαι)5) усиления (διαφθείρω)6) завершенности (διαπράττω) -
5 διαπρασσω
атт. διαπράττω, эп.-ион. διαπρήσσω1) тж. med. совершать, исполнять, осуществлять, делать(πάντα τινί Her.; ταῦτα Arph.; πάγκαλον πρᾶγμα Plat.; διαπέπρακται ὃ τῶν ἐκείνου προγόνων οὐδεὴς πώποτε Isocr.)
εἰς ἐνιαυτὸν ἅπαντα οὔτι διαπρήξαιμι λέγων Hom. — я и за целый год не смог бы пересказать;οἱ ἀνήκεστα διαπεπραγμένοι Arst. — совершившие нечто непоправимое;τὰ χρηστήρια διαπρῆξαι Her. — привести в исполнение веления оракула2) завершать путь, проходить(ἔνθα καὴ ἔνθα δ. κέλευθον Hom.)
δ. πεδίοιο Hom. — проходить равниной3) доводить до конца, оканчивать(διαπέπρακται ὅ πόλεμος Plut.)
4) заниматься делами, работать(πλουτοῦσι, διαπράττουσι, εὐδαιμονοῦσιν Arph.)
5) ( о времени) проводить6) med. добиваться, достигатьπολλὰ δόντες δῶρα διεπράξαντο ὥστε … Xen. — многочисленными подарками они добились того, что …;
διαπράξεσθαι τέν εἰρήνην Plut. — добиться заключения мира;διεπράξατο οἰς Ἤπειρον ἀποσταλῆναι Plut. — он добился своей отправки в Эпир7) med. вести переговоры, договариваться(πρός τινα περί τινος Xen.; δι΄ ἑρμηνέων Her.)
8) pass. гибнуть(στυγερῷ θανάτῳ διεπράχθης Aesch.; τοῦ μὲν νοσοῦντος, τοῦ δὲ διαπεπραγμένου Soph.)
διαπεπράγμεθα Eur. — мы погибли;διαπέπρακται τὰ τῶν Καρχηδονίων Plut. — конец пришел карфагенскому государству -
6 δια-
приставка, означ.:1) сквозное действие: διασχίζω; 2) распределение: διαμοιράζω; 3) разделение: διαλύω; 4) взаимность: διαλέγομαι; 5) завершённость: διαπράττω, διαφθείρω; 6) превосходство: διαπρέπω; 7) разбрасывание, распыление: διασκορπίζω; 8) различие: διαφωνώ; 9) соперничество: διαγωνίζομαι -
7 έγκλημα
(-ατός) τό преступление;σώμα τού έγκλήματος — состав преступления;
έγκλημα εσχάτης προδοσίας — государственная измена;
διαπράττω ( — или κάνω) έγκλημα — совершать преступление
См. также в других словарях:
διαπράττω — διαπράττω, διέπραξα βλ. πίν. 27 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διαπράττω — (Α διαπράττω και διαπράσσω) 1. εκτελώ, αποπερατώνω 2. νεοελλ. (για άνοστο ή τετριμμένο λογοπαίγνιο) «τό διέπραξε πάλι» αρχ. 1. διέρχομαι, περνώ 2. αποπερατώνω, ολοκληρώνω 3. (με απαρέμφατο) κατορθώνω ώστε... 4. μέσ. πετυχαίνω κάτι, αποσπώ από… … Dictionary of Greek
διαπράττω — διέπραξα, διαπράχτηκα, διενέργεια αξιόποινης πράξης: Διέπραξε έγκλημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εγκληματώ — ( έω) 1. διαπράττω έγκλημα 2. διαπράττω κακή ή επιβλαβή πράξη («εγκληματεί εναντίον τής υγείας του») … Dictionary of Greek
ιεροσυλώ — (Α ἱεροσυλῶ, έω) [ιερόσυλος] διαπράττω ιεροσυλία, κλέβω ιερά αντικείμενα από ναό, λεηλατώ ναό νεοελλ. ανοσιουργώ, βεβηλώνω, διαπράττω ασέβεια σε πρόσωπα ή πράγματα ιερά αρχ. φρ. α) «ἱεροσυλῶ τοὺς θεούς» ληστεύω αυτά που ανήκουν στους θεούς β)… … Dictionary of Greek
προδιαπράττω — Α [διαπράττω] διαπράττω, φέρω εις πέρας, κατορθώνω κάτι εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek
συνδιαπράσσω — και αττ. τ. συνδιαπράττω Α [διαπράττω / διαπράσσω] 1. διαπράττω κάτι από κοινού με άλλον ή αποπερατώνω κάτι ακόμη 2. διευθύνω, διοικώ από κοινού με άλλον 3. μέσ. συνδιαπράσσομαι διαπραγματεύομαι ταυτόχρονα με άλλον … Dictionary of Greek
άρεκτος — ἄρεκτος, ον (Α) απραγματοποίητος, ανεκτέλεστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. αντί άρρεκτος < α στερ. + ρέζω «διαπράττω, πραγματοποιώ κατορθώνω»] … Dictionary of Greek
αδελφογαμώ — ἀδελφογαμῶ ( έω) (Μ) παντρεύομαι την αδελφή μου, διαπράττω αδελφογαμία*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδελφός + γαμῶ. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. αδελφογαμία] … Dictionary of Greek
αδιάπρακτος — η, ο [διαπράττω] αυτός που δεν διαπράχθηκε ή δεν είναι δυνατόν να διαπραχθεί, ασυντέλεστος, ακατόρθωτος … Dictionary of Greek
αδικοπραγώ — (Α ἀδικοπραγῶ, έω) διαπράττω αδίκημα, κάνω αδικία, αδικώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + πραγία < θ. πέπραγ , πράττω. ΠΑΡ. αρχ. ἀδικοπράγημα] … Dictionary of Greek