-
21 злоупотребление
злоупотреб||ле́ниес ἡ κατάχρηση [-ις], ἡ ὑπέρ-βαση [-ις]:\злоупотреблениеление властью ἡ ὑπέρβαση ἐξουσίας. -
22 злоупотреблять
злоупотреб||лятьнесов κάνω κατάχρηση[-ιν], καταχρώμαι:\злоупотреблятьлять властью κα-ταχρώμαι τῆς ἐξουσίας· \злоупотреблятьлять добротой καταχρώμαι (или κάνω κατάχρηση) τῆς καλωσύνης. -
23 кормило
корми́л||ос книжн. τό πηδάλιο[ν], τό τιμόνι, ὁ ὁϊαξ, τό δοιάκι:быть у \кормилоа правления перен ἔχω τά ήνία τής ἐξουσίας. -
24 низложение
низложениес уст. ἡ ἀνατροπή / ὁ ἐκθρονισμός (монарха):\низложение власти ἡ ἀνατροπή τής ἐξουσίας. -
25 орган
орган Iм в разн. знач. τό ὄργανο[ν]:\органы пищеварения (чувств) τά πεπτικά (τά αἰσθητήρια) ὀργανα· внутренние \органы τά σπλά(γ)χνα· \органы государственной власти τά ὀργανα τής κρατικής ἐξουσίας· партийные и советские \органы τά κομματικά καί σοβιετικά ὀργανα.орган IIм муз. (τό ἐκκλησιαστικό) ὀργανο, τό ἀρμόνιο. -
26 превышение
превышениес ἡ ὑπέρβαση [-ις], ἡ ὑπερβολή, τό ξεπέρασμα:\превышение власти ἡ ὑπέρβαση τής ἐξουσίας· \превышение нормы τό ξεπέρασμα τής νόρμας. -
27 прерогатива
прерогатив||аж τό προνόμιο[ν], ἡ ἐξαιρετική δικαιοδοσία:\прерогативаы власти τά προνόμια τής ἐξουσίας. -
28 регалия
регалиямн. (ед. регалия ж)1. (символ монархической власти) уст.:царские \регалия τά σύμβολα τής βασιλικής ἐξουσίας (κορώνα, σκήπτρο κ.λ.π.)·2. (орден) τά παράσημα. -
29 установление
установлениес (действие) ὁ καθορισμός, ἡ ἐγκαθίδρυση [-ις], ἡ ἐγκατάσταση[-ις]/ ἡ ἐξακρἰβωση [-ις], ἡ διαπίστωση (выяснение):\установление границы ὁ καθορισμός τῶν συνόρων \установление власти ἡ ἐγκαθίδρυση τής ἐξουσίας· \установление отцовства ἡ ἐξακρίβωση τής πατρότητας· \установление факта ἡ διαπίστωση τοῦ γεγονότος. -
30 утверждение
утверждениес1. (санкционирование) ἡ ἐγκριση [-ις], ἡ ἐπικύρωση [-ις]:\утверждение закона ἡ ἐπικύρωση νόμου· \утверждение в должности ἡ ἐγκριση διορισμού, ὁ διορισμός· дать на \утверждение προτείνω γιά ἐγκριση·2. (укрепление) ἡ ἐδραΙωση [-ις], ἡ στερέωση [-ις]:\утверждение советской власти ἡ ἐδραίωση τής σοβιετικής ἐξουσίας·3. (высказывание) ὁ ἰσχυρισμός, ἡ γνώμη:это неправильное \утверждение δέν εἶναι σωστός αὐτός ἰσχυρισμός. -
31 άσκηση
[-ις (-εως)] η1) упражнение; тренировка;άσκηση της μνήμης — тренировка памяти;
άσκήσεις ευκαμψίας — упражнения для развития гибкости;
γυμναστικές άσκήσεις — физические упражнения;
2) πλ. воен, манёвры;3) практика, стажировка; 4) использование (права); 5) применение (власти, силы и т. п.); осуществление (правосудия); оказывание (давления);άσκηση εξουσίας — применение власти;
άσκηση καθηκόντων — исполнение обязанностей;
6) рел аскетическая жизнь, «умерщвление плоти» -
32 έκπτωση
[-ις (-εως)] η1) снижение, понижение (цены), скидка;με έκπτωση — со скидкой;
2) перен. падение, упадок;3) лишение (должности, прав и т. п.);έκπτωση από των κληρονομικών δικαιωμάτων — лишение права на наследство;
έκπτωση εκ της εξουσίας — лишение власти;
από τού θρόνου — свержение е престола;4) отмена, аннулирование (договора, соглашения);5) мор. расстояние дрейфа судна в подветренную сторону или в сторону течения; 6) грам, выпадение (гласного или согласного) -
33 επί
(επ;εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:(γεν.) επί
της γης — на земле;επί της οδρύ — на улице;
επί της τραπέζης — на столе;
επ' ώμου на плече;εφ' αμάξης в экипаже;επί τόπου — на месте;
επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;
κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;
(αιτιατ.)
επί πάσαν την γήν — по всей земле;επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;
2) (при обознач, времени):(γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;
επ' εσχατων недавно;εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;
επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;
επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;
(αϊτιατ.)
η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);
επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);
επ' άπειρον до бесконечности;3) (в отношении, что касается):(γεν.) επί τού θέματος — на тему;
επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;
επί του προκειμένου — по этому делу;
επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;
(αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;
(δοτ.)
φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);
διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;
II με γεν., δοτ.1) (при обознач, главенства, руководства, власти):(γεν.) επί κεφαλής — во главе;
ο επί κεφαλής — глава;
ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;
ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;
ο επί των τελετών — церемонимейстер;
(*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;2) (при обознач, прибавки, добавления):(*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;
επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;
III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;
παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;
§ επί ξυρού ακμής — в критическом положении;
επί τέλους — наконец;
επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;
IV με αϊτιατ.1) (при обознач, направления, цели):επί δεξιά — направо;
επ' αριστερά налево;επί σκοπόν — по цели;
βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;
ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;
η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);
2) (при обознач, степени):επ' ελάχιστον в наименьшей степени;επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;
3) (при умножении):τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;
V με δοτ.1) (при обознач, повода, обстоятельства):επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;
επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;
2) (при обознач, цели):επί τω σκοπώ — с целью;
τούτω — для этого;επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;
επ' ωφελεία в пользу;επί αγαθώ — на благо;
επί ζημία — в ущерб;
επί κακώ — назло;
3) (в отношении родства):γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);
4) (при обознач, условия, образа действия):επί τώ όρω — при условии;
επί τόκου — под проценты;
επ' αμοιβή за вознаграждение;επί μισθώ — за плату;
επί αποδείξει — под расписку;
επ' ενεχύρω под залог;επί ισοις όροις — на равных условиях;
επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;
επ' ονόματί μου на моё имя;άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;
επί λέξει — слово в слово; — буквально;
επ' αυτοφώρω с поличным;επί εγγυήσει — на поруки;
§ επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;
παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;VI (в наречных выражениях):επί πολύ — долгое время;
επ' ολίγον короткое время;επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;
επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше
-
34 καταχρώμαι
(α) (αόρ. κατεχράσθην)1) употреблять в чрезмерном количестве; злоупотреблять;καταχρώμαι την εμπιστοσύνη ( — или της εμπιστοσύνης) — злоупотреблять доверием;
καταχρώμαι της εξουσίας — злоупотреблять властью;
2) растрачивать, расхищать -
35 λούφες
ο1) чаевые; 2) шальные деньги;ο λούφες της εξουσίας — личные блага, преимущества, которые приносит власть;
3) взятка;4) ист. жалованье, плата наёмников -
36 регалии
[ριγκάλιι] ουσ. χληθ. τα σύμβολα της βασικής εξουσίας -
37 регалии
[ριγκάλιι] ουσ χληθ. τα σύμβολα της βασικής εξουσίας -
38 абрек
-а α.καυκάσιος αντάρτης κατά της τσαρικής εξουσίας. || ληστής. -
39 анархия
-и θ.αναρχία, ακυβερνησία, έλλειψη αρχής, εξουσίας. || έλλειψη συστηματικής οργάνωσης•анархия производства αναρχία παραγωγής, αταξία, ακαταστασία, χάος.
-
40 безвластие
-я ουδ.ακυβερνησία, ανυπαρξία εξουσίας.
См. также в других словарях:
ἐξουσίας — ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem acc pl ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek