Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐξουσίας

  • 41 бразды

    πλθ.
    παλ. χαλινά, ηνία• στομίδα χαλινού.
    εκφρ.
    бразды управления – το τιμόνι της διοίκησης, της εξουσίας, τα ηνία.

    Большой русско-греческий словарь > бразды

  • 42 бунчук

    α.
    1. ράβδος με προσδεμένη σε αυτή αλογουρά (σύμβολο εξουσίας των αταμάνων και τούρκων πασάδων).
    2. μουσικό όργανο στολισμένο με αλογουρά.

    Большой русско-греческий словарь > бунчук

  • 43 взятие

    ουδ.
    κατάληψη, κυρίευση, κατάχτηση, εκπόρθηση, πάρσιμο, άλωση•

    взятие константинополя η άλωση της Κωνσταντινούπολης•

    власти η κατάληψη της εξουσίας•

    взятие крепости κυρίευση του φρουρίου.

    Большой русско-греческий словарь > взятие

  • 44 власть

    θ.
    1. εξουσία•

    борьба за власть αγώνας για την εξουσία•

    захват -и κατάληψη της εξουσίας•

    прийти к -и έρχομαι στην εξουσία•

    власть государственная власть κρατική εξουσία•

    исполнительная власть εκτελεστική εξουσία•

    верховная -η ανώτατη εξουσία.

    2. (συνήθως πλθ.) οι αρχές•

    местные -и οι τοπικές αρχές.

    εκφρ.
    ваша власть – όπως σας αρέσει, όπως σας γουστάρει•
    в моей, твоейκλπ. -и από μένα, σένα εξαρτάται, εγώ είμαι κύριος, εσύ είσαι κύριος•
    во -и ή под -ыо – υπό την επίδραση, υπό το κράτος•
    отдаься во -и ή отдаться (предать(ся) -и – υποτάσσομαι, σε, βρίσκομαι κάτω από την επίδραση, την επιρροή•
    облеченный -ью – περιβεβλημένος με εξουσία•
    терять власть над ‘ собой,’ – χάνω την αυτοκυριαρχία μου, εγκράτεια μου.

    Большой русско-греческий словарь > власть

  • 45 военный

    επ.
    1. πολεμικός• στρατιωτικός•

    -ые события πολεμικά γεγονότα• στρατιωτικές επιχειρήσεις• -Οβ•

    положение πολεμική κατάσταση• κατάσταση πολιορκίας•

    -ое судно πολεμικό σκάφος•

    -ая служба στρατιωτική υπηρεσία•

    военный завод στρατιωτικό εργοστάσιο•

    военный врач στρατιωτικός γιατρός•

    -ое училище στρατιωτική σχολή.

    2. ουσ. ο στρατιωτικός.
    εκφρ.
    военный коммунизм – πολεμικός κομμουνισμός, οικονομική πολιτική της σοβ. εξουσίας τον καιρό του πολέμου (1918-20)• на -ую ногу όπως συνηθίζεται στους στρατιωτικούς, κατά τους στρατιωτικούς.

    Большой русско-греческий словарь > военный

  • 46 декрет

    α.
    διάταγμα ανώτατης εξουσίας. || θέσπισμα, νόμος.

    Большой русско-греческий словарь > декрет

  • 47 держава

    θ.
    1. κράτος, δύναμη•

    морская -ναυτική δύναμη•

    Великие -ы οι μεγάλες δυνάμεις.

    2. παλ. ανώτατη εξουσία, κυριαρχία.
    3. παλ. έμβλημα, μοναρχικής εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > держава

  • 48 децентрализация

    θ.
    αποκέντρωση, παροχή αυτοδιοίκησης. || κατάργηση ή εξασθένηση της συγκεντρωτικής εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > децентрализация

  • 49 директория

    θ.
    διευθυντήριο, όργανο εξουσίας της γαλλικής επανάστασης.

    Большой русско-греческий словарь > директория

  • 50 злоупотребить

    -блю
    -6ишь ρ.σ. καιαχρώ-μαι, κάνω κατάχρηση•

    злоупотребить доверием καταχρώμαι της εμπιστοσύνης•

    злоупотребить властью κάνω κατάχρηση της εξουσίας•

    злоупотребить добротой καταχρώμαι της καλοσύνης.

    Большой русско-греческий словарь > злоупотребить

  • 51 кормило

    ουδ.
    τιμόνι, πηδάλιο πλοίου, οίακας, δοιάκι. || τιμόνι (εξουσίας, κράτους, διοίκησης κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > кормило

  • 52 легитимизм

    α.
    νομικό κληρονομικό δικαίωμα επι της εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > легитимизм

  • 53 местный

    επ.
    1. τοπικός•

    местный обычай τοπική συνήθεια (έθιμο)•

    местный говор διάλεκτος, τοπολαλιά;

    2. μερικός, μη γενικός•

    -ое явление τοπικό φαινόμενο•

    местный наркоз τοπική νάρκωση•

    -ые органы власти τοπικά όργανα εξουσίας•

    -ая газета τοπική εφημερίδα•

    -ое самоуправление τοπική αυτοδιοίκηση•

    -го значения τοπικής σημασίας.

    || εγχώριος, ντόπιος•

    -ые товары εγχώρια εμπορεύματα•

    -ое население ντόπιος πληθυσμός.

    εκφρ.
    - ое время – τοπική ώρα•
    местный колорит – τοπική χροιά (έργων τέχνης)•
    местный падеж – (γραμμ.) τοπική (προθετική) πτώση.

    Большой русско-греческий словарь > местный

  • 54 неограниченность

    θ.
    το απεριόριστον•

    неограниченность власти το απόλυτον της εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > неограниченность

  • 55 орган

    α.
    1. όργανο•

    орган слуха όργανο ακοής•

    орган зрения όργανο όρασης.

    2. μέσο•

    -ы здравоохранения τα υγειονομικά όργανα•

    -бг государственной власти όργανα κρατικής εξουσίας.

    || (για τύπο) όργανο.
    α.
    όργανο (μεγάλο εκκλησιαστικό μουσ. όργανο). || κάθε αυτόματο πνευστό όργανο.

    Большой русско-греческий словарь > орган

  • 56 папство

    ουδ. η παποσύνη, η εξουσία του πάπα καθώς και η διάρκεια της. εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > папство

  • 57 петиция

    θ.
    αίτηση ή αναφορά (προς ανώτερα όργανα εξουσίας)•

    подить -ю, обра-шаться с -ей υποβάλλω αίτηση.

    Большой русско-греческий словарь > петиция

  • 58 превысить

    -ышу, -ысишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. превышенный, βρ: -шен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ξεπερνώ, υπερβαίνω•

    превысить план ξεπερνώ το πλάνο•

    превысить всякую меру ξεπερνώ πάθε μέτρο (όριο)•

    превысить рекор καταρρίπτω ρεκόρ.

    || καταχρώμαι•

    министр -ил свою власть ο υπουργός έκαμε κατάχρηση της εξουσίας του.

    Большой русско-греческий словарь > превысить

  • 59 превышение

    ουδ.
    1. ξεπέρασμα, υπέρβαση, υπερτέρηση:
    2. κατάχρηση•

    превышение власти κατάχρηση εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > превышение

  • 60 предержащий

    επ. -ие власти τα όργανα εξουσίας•

    -ая влась η ανώτερη κρατική εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > предержащий

См. также в других словарях:

  • ἐξουσίας — ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem acc pl ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀπαιδευσία μετ’ ἐξουσίας τίκτει ἄνοιαν. — См. Кто знатен и силен, Да не умен, Так худо, ежели и с добрым сердцем он …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Αρχαιότητα) — ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ (600000 1100 π.Χ.) Σύμφωνα με τα αρχαιολογικά ευρήματα, θεωρείται ότι η ζωή ξεκίνησε στον ελλαδικό χώρο από το 100 000 π.Χ. (Παλαιολιθική εποχή). Όμως, η χρονική περίοδος που ιστορικά παρουσιάζει εξαιρετικό… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ινδονησία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδονησίας Έκταση: 1.919.440 τ. χλμ. Πληθυσμός: 228.437.870 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Τζακάρτα (8.389.443 κάτ. το 2001)Νησιωτικό κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Έχει χερσαία σύνορα (σε διαφορετικά νησιά) με τη… …   Dictionary of Greek

  • Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»