-
1 εξεπίτηδες
-
2 ἐξεπίτηδες
-
3 ἐξεπίτηδες
ἐξεπίτηδες, Adv.2 with malice prepense, D.21.56, 187, Phld.Lib.p.62 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξεπίτηδες
-
4 καξεπίτηδες
-
5 κἀξεπίτηδες
-
6 ἐξεπιτάξ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξεπιτάξ
-
7 ἐπιτηδές
ἐπιτηδ-ές, Adv.A of set purpose, advisedly, twice in Hom.,ἐρέτας ἐ. ἀγείρομεν Il.1.142
;μνηστήρων σ' ἐ. ἀριστῆες λοχόωσιν Od.15.28
:—later proparox., [full] ἐπίτηδες, Hdt.3.130, al., Hp.VC11, Ar.Eq. 893,al., Th.3.112, Pl.Cri. 43b, etc.: [dialect] Dor. [full] ἐπίτᾱδες Theoc.7.42 : hence, cunningly, deceitfully, E.IA 476 ;εἰς καιρὸν καὶ ὥσπερ ἐ.
fittingly, as best may be,Plu.
2.577e ; cf. ἐξεπίτηδες.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτηδές
-
8 ἐπιτηδές
Grammatical information: adv.Meaning: prob. `of set purpose, deceitfully (Α 142, ο 28); on the proparoxytonon (emotionally?) Schwyzer 380.Other forms: ἐπίτηδες (Ion.-Att.), ἐπίτᾱδες (Theoc. 7, 42)Compounds: Comp. ἐξεπίτηδες `id.' (Ion.-Att.).Derivatives: Adj. ἐπιτήδειος (Att.; - εος Ion.) `appropriate, suitable, fitting' with ἐπιτηδειότης (Ion.-Att.); denomin. verb ἐπιτηδεύω `on purpose, do sth. on purpose' (Ion.-Att.) with ἐπιτήδευμα, ἐπιτήδευσις `profession, action' (Att.; on the meaning Röttger Plat. Subst. 22ff.), Cret. ἐπιτάδουμα; ἐπιτηδευ(μα)τικός (hell.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Supposes a noun *τῆδος, *τᾶδος; further unknown. Acc. to Bücheler (s. Bechtel s. v.) to Osc. tadait `censeat' (?; after Vetter rather `videatur'); cf. Brugmann Grundr.1 2, 684 and Demonstr. 140ff. (s. Bq), von Prellwitz Glotta 19, 97.Page in Frisk: 1,544Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἐπιτηδές
См. также в других словарях:
ἐξεπίτηδες — on purpose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξεπίτηδες — και ξεπίτηδες (Α ἐξεπίτηδες) [επίτηδες] επίρρ. 1. σκόπιμα, εκ προθέσεως 2. με προμελετημένο και συνήθως κακό σκοπό … Dictionary of Greek
κἀξεπίτηδες — ἐξεπίτηδες , ἐξεπίτηδες on purpose indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
начинаниѥ — НАЧИНАНИ|Ѥ (73), ˫А с. 1.Действие по гл. начинати в 1 знач.: по коѥиждо ѹставлѥнѣ слѹжьбѣ и дѣлѹ начи||нанию положи же ѹбо заповѣди написаны. (ἐγχείρησιν) ЖФСт XII, 79 об.–80; и елиньскыихъ начинании вьсѧ вьсьде отъ цр҃кве. отъмѣтати. заповѣдаѥмъ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ξεπίτηδες — βλ. εξεπίτηδες … Dictionary of Greek
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
τυχαίος — α, ο / τυχαῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που συμβαίνει κατά τύχην, από σύμπτωση, απρόβλεπτος, μη σκόπιμος (α. «τυχαίο γεγονός» β. «τυχαία συνάντηση» γ. «ἀκούσιον καὶ οὐκ ἐξεπίτηδες γεγονέναι τὴν ἀπάντησιν», Πλούτ.) νεοελλ. 1. ασήμαντος, μηδαμινός («δεν … Dictionary of Greek