-
1 εξελεγχω
(pf. pass. ἐξελήλεγμαι и ἐξήλεγμαι)1) исследовать, проверять, испытывать(χαλκὸν μυρίον Pind.; τύχην Polyb.)
2) устанавливать, доказывать, выяснять(ἀλάθειαν ἐτήτυμον Pind.)
ἐξηλέγχθη ἐς τὸ ἀληθές Thuc. — это обнаруживалось в истинном виде3) оспаривать, опровергать(τινά τι Plat.; ἐξελέγχεσθαι ἔργῳ Plat., Arst. и ὑπὸ τῶν ἔργων Arst.)
4) (из)обличать(τινὰ ποιοῦντα или ὄντα τι Plat., Dem., Plut.)
ἐπ΄ αἰσχραῖς αἰτίαις ἐξεληλεγμένοι Lys. — уличенные в позорных преступлениях;οὐ δέ τοῦτό γ΄ ἐξελέγχομαι Eur. — в этом обвинить меня нельзя -
2 ἐξελέγχω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἐξελέγχω
-
3 εξελέγχω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εξελέγχω
-
4 εξελέγχω
(αόρ. εξέλεγξα, παθ. αόρ. εξελέγχθηκα) μετ. проверять, контролировать; ревизовать, инспектировать -
5 ἐξελέγχω
обличать, доказывать виновность, неправильность.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐξελέγχω
-
6 ἐξελέγχω
-
7 εξεληλεγμαι
-
8 διεξελεγχω
-
9 παρεξελεγχω
-
10 יכח
יָכַח
B(ni): 1. спорить, состязаться на суде;
2. оправдываться, быть оправданным.
E(hi): 1. рассудить (судебное дело);
2. назначать;
3. упрекать, укорять, обличать;
4. наказывать;
LXX: 1651 (ἐλέγχω), а тж. 1827 (ἐξελέγχω). -
11 1827
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 1827
См. также в других словарях:
ἐξελέγχω — convict pres subj act 1st sg ἐξελέγχω convict pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… … Dictionary of Greek
εξελέγχω — εξέλεγξα, εξελέγχτηκα, εξελεγμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και λεπτομέρεια για να πειστώ για την αλήθεια ή την ορθότητά του, κάνω έλεγχο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξελέγξει — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg (epic) ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξουσι — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd pl (epic) ἐξελέγχω convict fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξω — ἐξελέγχω convict aor subj act 1st sg ἐξελέγχω convict fut ind act 1st sg ἐξελέγχω convict aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγχεσθε — ἐξελέγχω convict pres imperat mp 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγχετε — ἐξελέγχω convict pres imperat act 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind act 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελέγχῃ — ἐξελέγχω convict pres subj mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξελεγξάντων — ἐξελέγχω convict aor part act masc/neut gen pl ἐξελέγχω convict aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)