Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ἐξελέγχω

  • 1 контролировать

    контрол||и́ровать
    чесов ἐλέγχω, ἐξελέγχω.

    Русско-новогреческий словарь > контролировать

  • 2 гонять

    ρ.δ.μ.
    1. (σημαίνει ενέργεια προς διάφορες κατευθύνσεις και σε διάφορο χρόνο) βλ. гнать (1, 2, 3, 4 σημ.).
    2. στέλλω, κατευθύνω με παραγγελία.
    3. μτφ. (απλ.) εξελέγχω, εξετάζω τις γνώσεις ενός μαθήματος•
    εκφρ.
    гонять голубей – αφήνω ή υποχρεώνω τα περιστέρια να πετάξουν•
    лодыря, собак - – σκοτώνω μύγες (τεμπελιάζω)•
    гонять почту – μεταφέρω ταχυδρομείο.
    1. βλ. гнаться (με σημασία επαναληπτική).
    2. παλ. αμιλλώμαι στο τρέξιμο.

    Большой русско-греческий словарь > гонять

  • 3 заверить

    ρ.σ.μ.
    1. διαβεβαιώνω• εγγυώμαι•

    доктор -ил меня, что ничего страшного нет ο γιατρός με διαβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει τίποτε το σοβαρό.

    2. θεωρώ, εξελέγχω, εγκρίνω έγγραφα•

    заверить копию документа θεωρώ αντίγραφο εγγράφου.

    Большой русско-греческий словарь > заверить

  • 4 контролировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ. μ. ελέγχω, εξελέγχω.
    ελέγχομαι, εξελέγχομαι.

    Большой русско-греческий словарь > контролировать

  • 5 сверить

    ρ.σ.μ.
    αντιπαραβάλλω, συγκρίνω•

    сверить копию с подлинником αντιπαραβάλλω το αντίγραφο με το πρωτότυπο.

    διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.

    Большой русско-греческий словарь > сверить

  • 6 справить

    ρ.σ.μ.
    1. γιορτάζω•

    справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•

    справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•

    справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.

    2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,
    3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.
    4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.
    5. διορθώνω, επισκευάζω.
    1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•

    тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.
    3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.
    εκφρ.
    не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > справить

См. также в других словарях:

  • ἐξελέγχω — convict pres subj act 1st sg ἐξελέγχω convict pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξελέγχω — (AM ἐξελέγχω) [ελέγχω] νεοελλ. ενεργώ λεπτομερή έλεγχο, εξακριβώνω μσν. μέσ. δικαιώνομαι αρχ. 1. αποδεικνύω κάποιον ως ένοχο («ἐπ αἰσχρᾱς αἰτίας ἐξελήλεγκται», Λυσ.) 2. αναιρώ, ανασκευάζω («ὑπ ἐμοῡ ἐξελεγχθήσονται ἔργῳ», Πλάτ.) 3. αποδεικνύω ότι… …   Dictionary of Greek

  • εξελέγχω — εξέλεγξα, εξελέγχτηκα, εξελεγμένος, μτβ., εξετάζω κάτι με ακρίβεια και λεπτομέρεια για να πειστώ για την αλήθεια ή την ορθότητά του, κάνω έλεγχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξελέγξει — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg (epic) ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξουσι — ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd pl (epic) ἐξελέγχω convict fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐξελέγχω convict fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξω — ἐξελέγχω convict aor subj act 1st sg ἐξελέγχω convict fut ind act 1st sg ἐξελέγχω convict aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγξῃ — ἐξελέγχω convict aor subj mid 2nd sg ἐξελέγχω convict aor subj act 3rd sg ἐξελέγχω convict fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγχεσθε — ἐξελέγχω convict pres imperat mp 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγχετε — ἐξελέγχω convict pres imperat act 2nd pl ἐξελέγχω convict pres ind act 2nd pl ἐξελέγχω convict imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελέγχῃ — ἐξελέγχω convict pres subj mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres ind mp 2nd sg ἐξελέγχω convict pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξελεγξάντων — ἐξελέγχω convict aor part act masc/neut gen pl ἐξελέγχω convict aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»