-
1 εξαπατήσω
ἐξαπατάωdeceive: aor subj act 1st sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceive: fut ind act 1st sg (attic ionic)ἐξᾱπατήσω, ἐξαπατάωdeceive: aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἐξαπατάωdeceive: aor subj act 1st sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceive: fut ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic)ἐξᾱπατήσω, ἐξαπατάωdeceive: futperf ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic)ἐξαπατάωdeceive: aor ind mid 2nd sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceive: aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) -
2 ἐξαπατήσω
ἐξαπατάωdeceive: aor subj act 1st sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceive: fut ind act 1st sg (attic ionic)ἐξᾱπατήσω, ἐξαπατάωdeceive: aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic)ἐξαπατάωdeceive: aor subj act 1st sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceive: fut ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic)ἐξᾱπατήσω, ἐξαπατάωdeceive: futperf ind act 1st sg (attic doric ionic aeolic)ἐξαπατάωdeceive: aor ind mid 2nd sg (attic ionic)ἐξαπατάωdeceive: aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) -
3 εὐ-λαβέομαι
εὐ-λαβέομαι, Dep. pass., tut. εὐλαβήσομαι, bei den LXX. auch εὐλαβηϑήσομαι, wie ein εὐλαβής handeln, bedächtig sein, sich in Acht nehmen; εὐλαβοῦ βρόμον, μή σ' ἀναρπάσῃ Aesch. frg. 181; εὐλαβοῦ δὲ μὴ φανῇς κακός Soph. Tr. 1119; absol., εὐλαβήϑητι O. R. 47; mit dem inf., εὐλαβούμενος πεσεῖν, sich hütend zu fallen, 616, wie Eur. εὐλαβοῦ λύσσης μετασχεῖν τῆς ἐμῆς Or. 791; εὐλαβεῖτο μὴ σώζειν φίλους 1059, wie Ar. εὐλαβώμεϑα τὸ λοιπὸν αὖϑις μὴ 'ξαμαρτάνειν ἔτι, hüten wir uns, nicht wieder zu fehlen, Lys. 1278; εὐλαβοῦ μή τι σὸν σφαλῇ στόμα Eur. Hipp. 100; εὐλαβοῦ μὴ 'κφύγῃ σε Ar. Equ. 253. – Plat. u. die Folgdn gew. mit folgendem μή, sowohl mit dem conj. od. optat., als mit dem inf.; εὐλαβεῖσϑε μή πη ἐξαπατήσω ὑμᾶς Plat. Rep. VI, 507 a; εὐλαβεῖσϑαι μὴ μοῖραν αἱρεῖσϑαι κρεῶν Charm. 155 d; εὐλαβούμενοι ὅπως μὴ οἱχήσομαι Phaed. 91 c; auch c. acc., τὴν κύνα Ar. Lys. 1215; πενίαν ἢ πόλεμον Plat. Rep. II, 372 c, öfter; τὰς διαβολάς Isocr. 1, 17; τὰς μυίας Arist. H. A. 9, 5; εὐλαβηϑείς entspricht dem φροντίσας, Dem. 24, 109; c. int., Aesch. 1, 25; περί τι, Plat. Ion 537 a; περί τινος, D. Sic. 4, 73; ἀμφί τινι, Luc. Gall. 21; – τὸν ξενικὸν ϑεόν, scheuen, verehren, Plat. Legg. IX, 879 e; vgl. Περικλῆς τὸν δῆμον εὐλαβεῖτο Plut. Pericl. 7. – Wahrnehmen, καιρόν, den rechten Zeitpunkt benutzen, Eur. Or. 699; Moeris p. 144 erkl. εὐλαβ. im Sinne von φυλάττεσϑαι für attisch, im Sinne von φοβεῖσϑαι für hellenistisch. – Vom act. führt Phot. lex. εὐλάβησον u. εὐλαβῆσαι an.
-
4 τηρέω
Aτετήρηκα Epicur.Sent.24
, etc.:—watch over, take care of, guard, ;πόλιν Pi.
l.c., cf. Ar.V. 210;τὰς κύνας X.Cyn.6.1
; ; rarely of persons,δαιμόνων.., αἵτινες τηροῦμεν ὑμᾶς Ar.Nu. 579
(troch.); τ. τὴν ἀρχήν maintain it, Plb.21.32.2;τὸ τῆς πόλεως ἀξίωμα D.S.17.15
:—[voice] Pass., τὸ ἔξωθεν [τεῖχος] ἐτηρεῖτο was constantly guarded, Th.2.13: [tense] fut. [voice] Med. τηρήσομαι in pass. sense, Id.4.30.2 τ. ὅπως.. ἔσται take care that.., Arist.Pol. 1309b16; ὅπως μηθὲν παρανομῶσι ib. 1307b31; τ. μὴ.. cavere ne.., Ar.Th. 580, Pl.Tht. 169c;τ. ἐμέ, ὅπως μὴ ἐξαπατήσω D.18.276
: also in [voice] Med.,τηρώμεσθ', ὅπως μὴ.. αἰσθήσεται Ar. V. 372
; τηροῦ μὴ λάβῃς ὑπώπια ib. 1386.3 τηρεῖν ἀπὸ τοῦ πυρός protect them from the fire, i.e. cook them slowly, Bilabel Ὀψαρτ.P. 10.II give heed to, watch narrowly, observe, , cf. V. 364;τὰς ἁμαρτίας Th.4.60
; , cf. Pl.R. 442a;τ. ὅ τι καὶ δράσει Ar.Ec. 946
.2 watch for a person or thing, with a part.,παραστείχοντα τηρήσας S.OT 808
; ἔνδον ὄντα τηρήσαντες αὐτόν having watched for his being within, Th.1.134; τ. τὸν πορθμὸν κατιόντος τοῦ ἀνέμου watching for a crossing with the wind blowing down, Id.6.2; τ. τινὰ ἀνιόντα watch for one's coming up, D.53.17: c. acc. only,ἄνεμον τηρῆσαι Th.1.65
;τ. νύκτα χειμέριον Id.3.22
, cf. 4.27; νύκτα καὶ ὕδωρ, D.59.103;τ. τοὺς ἀστέρας Arist.Cael. 292a8
; τὴν θήραν τ. Id.HA 623a13;τ. καιρόν Id.Rh. 1382b10
:—[voice] Pass., ὁ καιρὸς ἐτηρήθη was watched for, Lys.12.71.3 abs., watch, keep watch, Th. 7.80, Arist.EN 1167b13: c. inf., watch or look out, so as to..,ἐτήρουν ἀνέμῳ καταφέρεσθαι Th.4.26
.4 observe, notice, [ μετακόσμησιν σωμάτων] Sor.1.41;τὸν χαρακτῆρα τῆς φράσεως Id.Vit. Hippocr.13
;τὸ πολὺ μὲν οὕτως ἀποβαίνειν τετήρηται Gal. 18(2).13
.5 test by observation or trial, τετηρημένον βοήθημα an approved method of treatment, Antyll. ap. Orib.6.22.3; τετήρηνται χρησιμεύοντές τισι Id.ib.21.9; as Empiric term,τετηρημένης ἐπ' αὐτοῖς τῆς θεραπείας, οὐκ ἐνδεικτικῶς εὑρισκομένης Gal.6.361
;Μηνόδοτος ὁ ἐμπειρικός, ἐπὶ μόνῃ τῇ πληθωρικῇ καλουμένῃ συνδρομῇ φάσκων τετηρῆσθαι φλεβοτομίαν Id.15.766
.III observe or keep an engagement,ὅρκους Democr.239
;παρακαταθήκας Isoc.1.22
;ἀπόρρητα Lys. 31.31
;εἰρήνην D.18.89
;τὸ πρέπον Phld.Po.5.35
;τὴν πίστιν 2 Ep.Ti. 4.7
.2 preserve, retain, τὰς αἰσθήσεις dub. in Epicur.Ep.1p.5U., cf. Demetr.Lac.Herc.1055.9,10;ἰδιότητας Phld.Rh.1.154
S.;τὴν ποιότητα Sor.1.51
; τὴν τροφὸν ἐπ' ὀλιγοποσίας.. τ. ib. 118, cf. 46, al.:—in Ph.1.125 there is a double use.
См. также в других словарях:
ἐξαπατήσω — ἐξαπατάω deceive aor subj act 1st sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive fut ind act 1st sg (attic ionic) ἐξᾱπατήσω , ἐξαπατάω deceive aor ind mid 2nd sg (attic doric ionic aeolic) ἐξαπατάω deceive aor subj act 1st sg (attic ionic) ἐξαπατάω deceive… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μπλοφάρω — [μπλόφα] 1. (στο χαρτοπαίγνιο) προσπαθώ να εξαπατήσω τον αντίπαλο με τη δημιουργία τής εντύπωσης ότι έχω καλύτερο χαρτί από το δικό του 2. μεταχειρίζομαι απατηλό λόγο ή ψεύτικη ενέργεια ή, γενικά, τηρώ στάση τέτοια ώστε να εξαπατήσω ή να… … Dictionary of Greek
δελεάζω — (AM δελεάζω) [δέλεαρ] 1. πιάνω ψάρι προσαρμόζοντας δόλωμα στο αγκίστρι 2. παρασύρω, εξαπατώ κάποιον (α. «τον δελέασε με τα νάζια της» β. «δελεάζοντες τά πλήθη κατά πάντα τρόπον» παρασύροντας τα πλήθη με κάθε τρόπο γ. «δελεάζω ἄγκιστρον ἐπ ἄλλους» … Dictionary of Greek
μαγγανεύω — (Α μαγγανεύω) [μάγγανο]. 1. κάνω μάγια, χρησιμοποιώ μαγικά, σαγηνευτικά φίλτρα ή θέλγητρα («οὐκοῡν σὲ τὴν Κίρκην γε τὴν φάρμακ ἀνακυνῶσαν καὶ μαγγανεύουσαν μολύνουσάν τε τοὺς ἑταίρους», Αριστοφ.) 2. εξαπατώ με τεχνικά μέσα, με ιατρικά ή μαγευτικά … Dictionary of Greek
μηχανεύομαι — (ΑΜ μηχανεύομαι) [μηχανή] 1. επινοώ, σοφίζομαι 2. μεταχειρίζομαι πονηρά ή δόλια μέσα για να εξαπατήσω, μηχανορραφώ, βυσσοδομώ μσν. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μηχανεμένος, η, ον πονηρός, πανούργος … Dictionary of Greek
παγιδεύω — (ΑΜ παγιδεύω) [παγίς, ίδος] 1. στήνω παγίδα ή πιάνω με παγίδα 2. μτφ. χρησιμοποιώ ανέντιμα και δόλια μέσα προκειμένου να δελεάσω και εξαπατήσω κάποιον αρχ. παθ. παγιδεύομαι καταλαμβάνομαι από έρωτα … Dictionary of Greek
παραποιώ — παραποιῶ, έω, ΝΜΑ κάνω κάτι όμοιο με κάτι άλλο για να εξαπατήσω κάποιον, κατασκευάζω κάτι κατ απομίμηση για εξαπάτηση, νοθεύω, κιβδηλεύω («παραποιώ νόμισμα» παραχαράσσω νόμισμα) νεοελ. διαστρεβλώνω, αλλοιώνω («παραποίησε το νόημα τού αποσπάσματος … Dictionary of Greek
παραφουσκώνω — 1. φουσκώνω κάτι υπέρμετρα 2. μτφ. α) μεγαλοποιώ, υπερβάλλω πολύ («μην τά παραφουσκώνεις τα κατορθώματά σου») β) εξογκώνω κάτι για να εξαπατήσω κάποιον («τόν παραφούσκωσες τον λογαριασμό») … Dictionary of Greek
παραψεύδομαι — ΜΑ απατώ, παραποιώ κάτι για να εξαπατήσω («ὅσα παραψεύδεται τὰς αἰσθήσεις ἡμῶν», Γρηγ. Νύσ.) … Dictionary of Greek
περικαλύπτω — ΝΜΑ επικαλύπτω, σκεπάζω ολόγυρα, περιβάλλω κάτι από όλα τα μέρη (α. «καὶ ἤρξαντό τινες... περικαλύπτειν τὸ πρόσωπον αὐτοῡ», ΚΔ. β. «πολέμοιο νέφος περὶ πάντα καλύπτει», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. μέσ. περικαλύπτομαι σκεπάζομαι ολόγυρα, από όλες τις μεριές… … Dictionary of Greek
πονηρεύω — ΝΜΑ [πονηρός] μέσ. πονηρεύομαι α) ενεργώ πονηρά, συμπεριφέρομαι με πανουργία, μεταχειρίζομαι τεχνάσματα και δόλο για να εξαπατήσω β) κάνω πονηρές σκέψεις εναντίον κάποιου νεοελλ. 1. ενεργ. α) κάνω κάποιον πονηρό («μην τό πονηρεύεις το παιδί») β)… … Dictionary of Greek