Перевод: со всех языков на греческий
- Со всех языков на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий
- Русский
ἐξαμύνομαι
Ничего не найдено.
Попробуйте поискать во всех возможных языках
или измените свой поисковый запрос.
См. также в других словарях:
εξαμύνομαι — ἐξαμύνομαι (Α) αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῡ» ν αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.) … Dictionary of Greek
ἐξαμύνασθαι — ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mp ἐξαμύ̱νασθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνεσθαι — ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp ἐξαμύ̱νεσθαι , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνοιτο — ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg ἐξαμύ̱νοιτο , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres opt mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνονται — ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl ἐξαμύ̱νονται , ἐξαμύνομαι ward off from oneself pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαμύνας — ἐξαμύ̱νᾱς , ἐξαμύνομαι ward off from oneself aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)