-
1 εξακέσασθαι
-
2 ἐξακέσασθαι
-
3 χόλος
II generally, metaph., gall, bitter anger, wrath,οὐκ Ἀχιλῆϊ χ. φρεσίν Il.2.241
;φρενῶν χ. E.Med. 1266
(lyr.);χ. καὶ μῆνις Il.15.122
;χ. λάβε τινά 1.387
, etc.;χ. ἔδυ τινά 9.553
;χ. δάμασσέ τινα 18.119
;χ. ᾕρει τινά 4.23
;χ. ἔμπεσε θυμῷ 9.436
, etc.; χ. ἔχει θυμόν ib. 675; ὅτε χ. ἵκοι τινά ib. 525; οἰδάνεται κραδίη χόλῳ ib. 646; χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (v. sub vocc.); σβέσσαι χ. ib. 678;παῦσαι 1.192
, etc.;ἐᾶν 9.260
;μεθέμεν 1.283
;ἐξακέσασθαι 4.36
, Od.3.145;ἐκ χόλου μεταστρέψαι ἦτορ Il.10.107
; χόλοιο μεταλήγειν (v. sub voc.); ; χόλου παύθη ib. 533;ἐκ δὲ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9
; ;πόσει πάρες χόλον E.IA 1609
; opp.ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Il.14.50
;χ. ἔνθεο θυμῷ 6.326
;χ. ἐνέχειν τινί Hdt.1.118
, 6.119, 8.27;ἔχειν τινί E.Hec. 1118
;ὄρσαι Pi.P.11.23
;κινεῖν E.Med.99
(anap.);Τυφὼς ἐξαναζέσει χ. A.Pr. 372
; χόλου ἄρξασθαι ib. 201: c. gen. subj., a person's rage, χ. Ἥρης, Ἀθηναίης, Il.18.119 (v. supr.), Od.3.145 (v. supr.): also c. gen. obj., anger towards or because of a person, Il.6.335, 15.138; or anger for, because of a thing,τίνος χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας; S.Ph. 328
;ὧν ἔχων χ. Id.Tr. 269
: also ὄφραἑ.. χόλου.. ἀθανάτοις παύσειεν h.Cer. 350
, cf. 410, E.HF 840.2 bitterness,ἔριδος χ. Sol.4.39
.3 cause of anger, AP11.381 (Pall.) —In Prose used only by Hdt. and late writers, as Luc.Am.2. (On the Root, v. χολή.)
См. также в других словарях:
ἐξακέσασθαι — ἐξακέομαι heal completely aor inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)