-
1 χολάς
A bowels, guts, Il.4.526, h.Merc. 123, Antim.45; made into strings for lyre, etc., AP11.352.12 (Agath.): in Com., also [full] χολλάδες, Pherecr.246, Men.23.II in sg., gut-cavity, common to the ὑποχόνδριον and λαγών, Arist.HA 493a21. (Cf. χόλ-ιξ, Slav. želad[ucaron]k[ucaron] 'stomach'; not cogn. with χολή as implied by Aret.SD2.9.) -
2 χολεμεσία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολεμεσία
-
3 χολαγωγός
χολ-ᾰγωγός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολαγωγός
-
4 χολάδια
χολ-άδια· τὸ σχολάζειν, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολάδια
-
5 χολαίνω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολαίνω
-
6 χολάω
A to be full of black bile, to be melancholy mad,ἀνδράσιν πείθει χολῶσιν Ar.Nu. 833
, cf. Epicr.5.7, Strato 1.7, Men.Epit. 176. -
7 χολαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολαῖος
-
8 χολέδρα
χολ-έδρα, ἡ,A groove, Eratosth. ap. Eutoc. in Archim.p.94 H. (pl.).2 gutter, drain-pipe, Ph.Bel.98.9, Apollod.Poliorc.182.7, Horap.1.21; written χολέρα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολέδρα
-
9 χολίκιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολίκιον
-
10 χολικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολικός
-
11 χόλιξ
A = χολάδες, guts or bowels of oxen,χόλικες βοός Pherecr.108.15
, Eub.63.4 (anap.); without βοός, Ar.Ra. 576, Fr.82 (anap.);χόλικες ἑφθαί Id. Pax 717
:sg., Id.Eq. 1179, Milet.6.21 (V B.C.); Com. κρόκης χόλιξ wool-sausages, cf.κρόκη 1.3
. (Cf. χολάς.) -
12 χόλος
II generally, metaph., gall, bitter anger, wrath,οὐκ Ἀχιλῆϊ χ. φρεσίν Il.2.241
;φρενῶν χ. E.Med. 1266
(lyr.);χ. καὶ μῆνις Il.15.122
;χ. λάβε τινά 1.387
, etc.;χ. ἔδυ τινά 9.553
;χ. δάμασσέ τινα 18.119
;χ. ᾕρει τινά 4.23
;χ. ἔμπεσε θυμῷ 9.436
, etc.; χ. ἔχει θυμόν ib. 675; ὅτε χ. ἵκοι τινά ib. 525; οἰδάνεται κραδίη χόλῳ ib. 646; χόλον πέσσειν, καταπέσσειν (v. sub vocc.); σβέσσαι χ. ib. 678;παῦσαι 1.192
, etc.;ἐᾶν 9.260
;μεθέμεν 1.283
;ἐξακέσασθαι 4.36
, Od.3.145;ἐκ χόλου μεταστρέψαι ἦτορ Il.10.107
; χόλοιο μεταλήγειν (v. sub voc.); ; χόλου παύθη ib. 533;ἐκ δὲ χόλω τῶδε λαθοίμεθα Alc.Supp.23.9
; ;πόσει πάρες χόλον E.IA 1609
; opp.ἐν θυμῷ βάλλεσθαί τινι χόλον Il.14.50
;χ. ἔνθεο θυμῷ 6.326
;χ. ἐνέχειν τινί Hdt.1.118
, 6.119, 8.27;ἔχειν τινί E.Hec. 1118
;ὄρσαι Pi.P.11.23
;κινεῖν E.Med.99
(anap.);Τυφὼς ἐξαναζέσει χ. A.Pr. 372
; χόλου ἄρξασθαι ib. 201: c. gen. subj., a person's rage, χ. Ἥρης, Ἀθηναίης, Il.18.119 (v. supr.), Od.3.145 (v. supr.): also c. gen. obj., anger towards or because of a person, Il.6.335, 15.138; or anger for, because of a thing,τίνος χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν ἐλήλυθας; S.Ph. 328
;ὧν ἔχων χ. Id.Tr. 269
: also ὄφραἑ.. χόλου.. ἀθανάτοις παύσειεν h.Cer. 350
, cf. 410, E.HF 840.2 bitterness,ἔριδος χ. Sol.4.39
.3 cause of anger, AP11.381 (Pall.) —In Prose used only by Hdt. and late writers, as Luc.Am.2. (On the Root, v. χολή.) -
13 χολόω
Aχολωσέμεν Il.1.78
: [tense] aor.1ἐχόλωσα 18.111
, Od.8.205, 18.20, S.Tr. 1035 (hex.):—anger, provoke, c. acc. pers., Hom. ll. cc.;ἐχόλωσε δέ μιν φίλον ἦ τορ Hes.Th. 568
; χ. τινά τινι to anger one by a thing, S. l.c.II [voice] Med. and [voice] Pass. [full] χολόομαι ([var] contr. χολοῦμαι even in Hom.Il.8.407); [ per.] 3sg. opt.χολῷτο Thgn.325
(s.v. l.): [tense] fut. ; but in Hom. mostlyκεχολώσομαι Il.5.421
, al.: [tense] aor. [voice] Med. and [voice] Pass. ἐχολωσάμην ( χολώσεαι in Il.14.310 may be either [tense] fut. ind. or [tense] aor. subj.), ἐχολώθην; [dialect] Ep.χολώθην Hom.
(v. infr.), etc.: [tense] pf. κεχόλωμαι, mostly in part. κεχολωμένος, v. infr.: [tense] plpf. 2 and [ per.] 3sg. κεχόλωσο, -ωτο, Il.16.585, 21.146; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.κεχολώατο Od.14.282
, 16.425:— to be angered or provoked to anger,κεχολῶσθαι ἐνὶ φρεσίν Il.16.61
;θυμῷ κεχολωμένος 1.217
, etc.;θυμὸν.. χολώθη 4.494
;περὶ κῆρι.. ἐχολώθη 13.206
;κεχόλωσο κῆρ 16.585
;χολώσατο κηρόθι μᾶλλον 21.136
, Od.9.480: c. dat. pers., , cf. 421;βασιλῆϊ χολωθείς 1.9
, etc.: but also c. gen., to be angry for or because of a person or thing, 11.703, 13.660, Od.1.69, al.;ὅπλων χολωθείς Pi.N.7.25
: with a Prep.,κεχολωμένη εἵνεκα νίκης Od.11.544
; ἀμφ' ἀστραγάλοισι, ἀμφὶ βουσίν, Il.23.88, Pi.N.10.60;ἐξ ἀρέων Il.9.566
;ἐπὶ παιδί Batr.109
: rare in Trag., ; ;αὑτῷ χ. Id.Ant. 1235
;οὗ δὴ χ. E.Alc.5
(also in later Prose, D.S.3.67);κεχολωμένος Hdt.8.31
, Plu.Fab.22, al., SIG1241 (Lyttus, iii A. D.).III [voice] Pass., to be turned into bile,τὸ οὖρον.. οὐ χολοῦται Steph.in Hp.1.163D.
-
14 χολώδης
χολ-ώδης, ες,A = χολοειδής, like bile or gall, bilious, ἐκκρίσιες, ἔμες μα, Hp.Aph.2.15, Epid.6.4.4.; ; ; caused by biliousness,Hp.
Epid.6.5.8; bilious persons,Arist.
Metaph. 981a12, Ruf. ap. Orib.7.26.12, Gal.15.568.II bilious, angry,χ. τι ὑποβλέπειν Luc.Vit. Auct.7
, cf. Philostr.Im.2.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολώδης
-
15 χολώομαι
A = χολόομαι, Nonn.D.5.447, part. χολωόμενος ib. 437, APl.4.128.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολώομαι
-
16 χολωτός
II literally, bilious, Luc.Lex.20 (sed leg. χολώντων).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολωτός
-
17 χολλείδης
A a member of the deme Cholleidae in Attica, Ar. Ach. 406, Lys.13.58, IG22.2382.14 (iv B. C.), etc.: also written [suff] χολ-ηΐδης ib.1742.39, [suff] χολ-ήδης ib.159 (iv B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολλείδης
См. также в других словарях:
χολ — και παλ. γρφ χωλ, το, Ν άκλ. 1. προθάλαμος 2. διάδρομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hall] … Dictionary of Greek
χολ — το (λ. αγγλ.), άκλ., ο χώρος του σπιτιού μεταξύ της εξωτερικής πόρτας και των δωματίων, προθάλαμος, διάδρομος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κέιν, Τόμας Χένρι Χολ — (SirThomas Henry Hall Caine, 1853 – 1931).Άγγλος μυθιστοριογράφος. Έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στο Λονδίνο και ήταν φίλος του ποιητή και ζωγράφου Ροσέτι. Τα έργα του, που χαρακτηρίζονται για την περιγραφική τους αδρότητα και την… … Dictionary of Greek
Κλίτσινγκ, Κλάους φον- — (Klaus von Klitzing, Σρόντα 1943 –). Ολλανδόςφυσικός. Έλαβε πτυχίο φυσικού από το πολυτεχνείο του Μπράουνσβαϊγκ το 1969 και διδακτορικό τίτλο από το πανεπιστήμιο του Βίρτσμπουργκ το 1972, με τη διατριβή του για τις γαλβανομαγνητικές ιδιότητες του … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
κλόουν — (clown). Αγγλικός όρος που χρησιμοποιείται σε όλο τον κόσμο για να χαρακτηρίσει έναν τύπο καλλιτέχνη, κωμικό και ακροβάτη, που εμφανίζεται στο τσίρκο ή, σπανιότερα, στα θέατρα με ποικίλο πρόγραμμα και στα μιούζικ χολ. Ο κ., στον οποίο λανθασμένα… … Dictionary of Greek
φιλαδέλφεια — I Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Αιγύπτου, κοντά στο σημερινό Φαγιούμ. Χτίστηκε από τον Πτολεμαίο τον Φιλάδελφο. Έπαψε να υπάρχει από τον 4o αι. μ.Χ. 2. Πόλη της Περγάμου, στις βόρειες πλαγιές του όρους Τμώλου, που χτίστηκε το 140 π.Χ. από… … Dictionary of Greek
Λάφλιν, Ρόμπερτ — (Robert Laughlin, Βιζάλια, Καλιφόρνια 1950 –). Αμερικανός φυσικός και πανεπιστημιακός. Ξεκίνησε να σπουδάζει ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϊ, όμως άλλαξε κλάδο κατά τη διάρκεια των σπουδών του και τελικά απέκτησε πτυχίο… … Dictionary of Greek
Μιστενγκέτ — (Mistinguett, Ανγκιέν 1875 – Μπουζιβάλ, Παρίσι 1956). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της Γαλλίδας ηθοποιού του ελαφρού θεάτρου Ζαν Μαρί Μπουρζουά (Jeanne Marie Bourgeois). Αφού εμφανίστηκε σε πολύ νεαρή ηλικία σε συνοικιακά θέατρα, σημείωσε μεγάλες… … Dictionary of Greek
Galle (4), die — 4. Die Galle, plur. von mehrern Arten und Quantitäten, die n, eine bittere, seifenartige, gelblich grüne, und zuweilen schwarze Feuchtigkeit in den thierischen Körpern, welche zur Verdauung der Speisen sehr nothwendig ist, aber wenn sie sich zu… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
-ουρία — βιοχ. ιατρ. επίθημα αντιδάνειων επιστημονικών όρων το οποίο δηλώνει την παρουσία στα ούρα τού χαρακτηριστικού ή συστατικού που δηλώνεται από το θέμα τής αντίστοιχης λέξης (πρβλ. γαλλ. aceton urie > ακετον ουρία, acid urie > οξυ ουρία, αγγλ … Dictionary of Greek