-
1 εξιτηλος
21) линяющий, блекнущий, тускнеющий(πορφυρίς Xen.)
2) потерявший силу, утративший всхожесть(σπέρμα Plat.)
3) угасший, вымерший(γένος Her.)
4) иссякший, исчезнувший(αἷμα δαιμόνων Aesch. ap. Plat.)
τὸν φόβον τινὸς ἐξίτηλον ποιεῖν Plut. — уничтожить страх перед чем-л.5) забытый(συμφοραί Isocr.)
τῷ χρόνῳ ἐξίτηλον γενέσθαι Her. — прийти в забвение с течением времени -
2 εξίτηλος
ος, ον1) стирающийся (о красках, картинах); 2) поблекший, потускневший, выцветший; стёршийся;εξίτηλος οι γραφαί — стёршиеся надписи
-
3 δυσεξιτηλος
-
4 εγχρονιζω
1) проводить много времени(τινί Polyb.)
; pass. стареть, старитьсяτὸ ἐγχρονισθὲν νόσημα Plat. — застарелая болезнь2) медлить, запаздывать(αἱ νῆες οὐχ ἦκον, ἀλλὰ ἐνεχρόνιζον Thuc.)
См. также в других словарях:
ἐξίτηλος — going out masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξίτηλος — η, ο (AM ἐξίτηλος, ον) αυτός που έχασε ή μπορεί να χάσει τα χρώματά του, αυτός που ξεβάφει («εξίτηλα γράμματα», «γραφαὶ δὲ ἐπὶ τῶν τοίχων ἐξίτηλοί τε ἦσαν», Παυσ.) αρχ. μσν. 1. εξασθενημένος, αδύνατος 2. ματαιόδοξος, υπερήφανος 3. μάταιος,… … Dictionary of Greek
εξίτηλος — η, ο 1. (για χρώματα ή γραφές), που εύκολα σβήνεται, που μπορεί να χάσει το χρώμα του. 2. σβησμένος, ξέθωρος, ξεθωριασμένος. 3. μτφ., εφήμερος, προσωρινός, παροδικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐξιτηλότατα — ἐξίτηλος going out adverbial superl ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότατον — ἐξίτηλος going out masc acc superl sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλως — ἐξίτηλος going out adverbial ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξίτηλον — ἐξίτηλος going out masc/fem acc sg ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτηλότερα — ἐξίτηλος going out neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλοις — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλου — ἐξίτηλος going out masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξιτήλους — ἐξίτηλος going out masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)