-
1 αυλίζω
-
2 αὐλίζω
-
3 αυλίζω
μετ. загонять во двор -
4 παρ-αυλίζω
παρ-αυλίζω, daneben hausen od. wohnen, im med. παραυλίζομαι, neben παρακοιμᾶσϑαι, Ath. IV, 189 e. – Ueberh. daneben gelegen sein, πέτρα παραυλίζουσα, Eur. Ion 493.
-
5 πλαγι-αυλίζω
πλαγι-αυλίζω, auf der Querflöte blasen, Eust. 1214, 19.
-
6 συν-αυλίζω
συν-αυλίζω, in ein Lager, eine Schlafstelle, Wohnung, αὐλή od. αὖλις, zusammenbringen, alte l. v. für συναλίζω Xen. Hell. 1, 1, 30. – Als dep. pass. zusammen liegen, schlafen, mit Andern zusammen sein, wohnen, Sp.
-
7 ἐν-αυλίζω
ἐν-αυλίζω, darin übernachten, Soph. Phil. 33, Schol. κοιμᾶσϑαι. Gew. im med., νύκτα ἐναυλίζεται Her. 1, 181; ἐν Τανάγρῃ 9, 15; ἐνηυλίσαντο Thuc. 3, 91; Folgde; τινί, an einem Orte, Plut. Sert. 8; Xen. braucht auch ἐναυλισϑῆναι, An. 7, 7, 8. – Übertr., Hippocr. ἐν τῷ στήϑει.
-
8 εναυλιζω
(преимущ. med.; aor. ἐνηυλισάμην и ἐνηυλίσθην)(тж. νύκτα ἐναυλίζεσθαι Her.) располагаться на ночлег, проводить ночь, ночевать (Soph., Xen.; med.: ἐν Τανάγρᾳ Her., Thuc.; νήσοις τισί Plut.)
-
9 παραυλιζω
-
10 πλαγιαυλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πλαγιαυλίζω
-
11 ἐναυλίζω
-
12 παραυλίζω
παρ-αυλίζω, daneben hausen od. wohnen. Überh. daneben gelegen sein -
13 πλαγιαυλίζω
-
14 συναυλίζω
συν-αυλίζω, in ein Lager, eine Schlafstelle, Wohnung; αὐλή od. αὖλις, zusammenbringen; pass. zusammen liegen, schlafen, mit anderen zusammen sein, wohnen
См. также в других словарях:
αυλίζω — ισα, κλείνω στην αυλή, μαντρίζω· συνηθέστ. το μέσο αυλίζομαι ίστηκα, επικοινωνώ με το δρόμο, με τα έξω από το σπίτι μου: Αυλίζομαι απ τη μεριά της ανατολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐλίζω — αὐλίζομαι lie in the pres subj act 1st sg αὐλίζομαι lie in the pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυλίζομαι — (AM αὐλίζομαι και αὐλίζω) 1. διανυκτερεύω 2. στρατοπεδεύω νεοελλ. χρησιμοποιώ κάποιο χώρο ως αυλή μσν. αὐλίζω διαμένω, κατοικώ αρχ. ( ομαι) 1. είμαι, βρίσκομαι στην αυλή ή στη μάντρα 2. (για το αίμα) συσσωρεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυλή, σε… … Dictionary of Greek