-
1 ἀπο-κινδῡνεύω
ἀπο-κινδῡνεύω, 1) einen Versuch machen, σοφὸν' λέγειν Ar. Ran. 1105; ἔν τινι Xen. Mem. 4. 2, 5; τοῦτο Lys. 4, 17; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen, πρός τινα Thuc. 7, 81; Sp.; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, Alles auf's Spiel setzen, Plut.; εἴς τι Phoc. 32; πρός τι Spt. Sap. conv. 6. Auch pass., τὰ χρήματα ἀποκεκινδυνεύσεται Thuc. 3, 39, werden in Gefahr kommen. – 2) sich in der Gefahr trennen, τινός Philostr. Apoll. 7, 15.
-
2 προ-απο-κινδῡνεύω
προ-απο-κινδῡνεύω, vorher versuchen, ein Treffen wagen, D. Casz. 50, 19.
-
3 συν-απο-κινδῡνεύω
συν-απο-κινδῡνεύω, mit wagen, Hel. 6, 7.
-
4 ἐν-απο-κινδῡνεύω
ἐν-απο-κινδῡνεύω, eine Gefahr bestehen, einen Kampf wagen, τινί, Sp., z. B. D. Cass. 49, 2.
-
5 ἀποκινδῡνεύω
ἀπο-κινδῡνεύω, (1) einen Versuch machen; sich in ein entscheidendes Treffen einlassen; περὶ τῶν μεγίστων, ὅλων, das Höchste, alles auf's Spiel setzen. (2) sich in der Gefahr trennen -
6 αποκινδυνευω
идти на риск, рисковать, отваживаться, делать отчаянную попытку(τι Lys., ἔν τινι Xen., ποιεῖν τι Arph., πρός τινα Thuc., περί τινος, πρός и εἴς τι Plut., Aeschin.)
ἀποκεκινδυνεύσεται τά τε χρήματα καὴ αἱ ψυχαί Thuc. — придется рисковать и имуществом, и жизнью -
7 ἐναποκινδῡνεύω
ἐν-απο-κινδῡνεύω, eine Gefahr bestehen, einen Kampf wagen -
8 προαποκινδῡνεύω
προ-απο-κινδῡνεύω, vorher versuchen, ein Treffen wagen -
9 συναποκινδῡνεύω
-
10 таскать
ρ.σ.μ.1. βλ. тащить.2. τραβώ, τινάζω (από τα μαλλιά, αυτιά κ.τ.τ.).3. φέρω μαζί μου•таскать письмо в кармане φέρω μαζί μου το γράμμα στη τσέπη.
εκφρ.таскать каштаны из огня – βγάζω τα κάστανα από τη φωτιά (κινδυνεύω εγώ προς όφελος άλλου).1. περιφέρομαι, τριγυρίζω, -ρνώ, γυροβολώ, γυροφέρνω•таскать по городу περιφέρομαι στην πόλη•
таскать по улицам τριγυρνώ στους δρόμους.
|| περιπλανιέμαι.2. φέρω (κουβαλώ) μαζί μου.3. τραβιέμαι•таскать за женщинами τραβιέμαι (γυρίζω) με τις γυναίκες.
-
11 жизнь
жизн||ьж в разн. знач. ἡ ζωή, ὁ βίος:Духовная \жизнь ἡ πνευματική ζωή· общественная \жизнь ἡ κοινωνική ζωή· зажиточная \жизнь· ἡ εὐπορία, ἡ εὐπορη ζωή· совместная \жизнь· ἡ κοινή ζωή· семейная \жизнь ἡ οίκογε-νειακή ζωή· походная \жизнь ζωή ἐκστρατείας· образ \жизньи ὁ τρόπος ζωής· условия \жизньи οἱ συνθήνες ζωής· вести́ праздную \жизнь· ζῶ ἀργόσχολος· борьба за \жизнь ἡ βιοπάλη· полный \жизньи γεμάτος ζωή· средства к \жизньи τά προς τό ζήν, οἱ πόροι τής ζωής· рисковать \жизньью (ριψο)κινδυνεύω τή ζωή Дои· лишать себя \жизньи αὐτοκτονώ· проводить что-л. в \жизнь ἐφαρμόζω κάτι στή ζωή· при \жизньи στή διάρκεια τοῦ βίου· никогда в \жизньи! ποτέ, οὐδέποτε!· на всю \жизнь σ' ὅλη (μου) τή ζωή· \жизнь бьет ключом βράζει ἀπό ζωή· ◊ борьба не на \жизнь, а на смерть ὁ θανάσιμος ἀγώνας, ἡ πάλη μέχρι θανάτου.
См. также в других словарях:
κινδυνεύω — και κιντυνεύω και κινδυνεύγω (ΑΜ κινδυνεύω και μέσ. κινδυνεύομαι) [κίνδυνος] 1. βάζω τον εαυτό μου σε κίνδυνο, εκτίθεμαι σε κάποιον κίνδυνο ή σε μία επικίνδυνη κατάσταση (α. «κινδυνεύεις με το να καπνίζεις τόσο πολύ» β. «ἑτοίμως κινδυνεύειν πρός… … Dictionary of Greek
κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… … Dictionary of Greek
μαθαίνω — και μανθάνω (AM μανθάνω, Μ και μαθαίνω) 1. αποκτώ γνώση ή γνώσεις με σπουδές, έρευνες, εξάσκηση ή πείρα, διδάσκομαι (α. «όσο ζω μαθαίνω» β. «ἀεὶ γὰρ ἡβᾷ τοῑς γέρουσιν εὖ μαθεῑν», Αισχύλ.) 2. γίνομαι κύριος μιας γνώσης, κάνω κτήμα μου αυτό που… … Dictionary of Greek
πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek
περίζωμα — το, ΝΜΑ, και περίζωσμα Α [περιζώννυμι] κομμάτι από ύφασμα ή δέρμα που δένεται πίσω στη μέση και καλύπτει το μπροστινό μέρος τού σώματος από τη μέση ώς τα γόνατα, η ποδιά, η μπροστέλα νεοελλ. 1. ξύλινη ζώνη κατά μήκος τού πλοίου, δίπλα στην ίσαλο… … Dictionary of Greek
ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν … Dictionary of Greek
θαλασσοδέρνω — και θαλασσοδέρνομαι θαλασσόδειρα, θαλασσοδάρθηκα, θαλασσοδαρμένος 1. χτυπιέμαι από τη θάλασσα, κινδυνεύω να πνιγώ: Οι ναυαγοί θαλασσόδερναν δυο μερόνυχτα. 2. αντιμετωπίζω αντίξοες συνθήκες, χτυπιέμαι από τη μοίρα: Θαλασσοδαρμένη ζωή. 3. δεν μπορώ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακροπιάνομαι — 1. πιάνομαι, κρατιέμαι από την άκρη 2. μόλις κρατιέμαι, κινδυνεύω άμεσα, «λίγο θέλω να...». [ΕΤΥΜΟΛ. < ακρο (ΙΙ) + πιάνομαι] … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγω — 1. πνίγω κάποιον στη θάλασσα 2. μέσ. θαλασσοπνίνομαι·α) πνίγομαι στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ από τρικυμία ή υποφέρω παλεύοντας με τα κύματα β) υφίσταμαι ταλαιπωρίες στη ζωή μου («θαλασσοπνίγεται για να θρέψει τα παιδιά του») 3. (μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek