Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐντι

  • 121 πυκάεντ'

    πυκά̱εντα, πυκαείς
    neut nom /voc /acc pl
    πυκά̱εντα, πυκαείς
    masc acc sg
    πυκά̱εντι, πυκαείς
    masc /neut dat sg
    πυκά̱εντε, πυκαείς
    masc /neut nom /voc /acc dual

    Morphologia Graeca > πυκάεντ'

  • 122 τιμάεντι

    τῑμά̱εντι, τιμήεις
    honoured: masc /neut dat sg (doric)

    Morphologia Graeca > τιμάεντι

  • 123 φωνάεντι

    φωνά̱εντι, φωνήεις
    endowed with speech: masc /neut dat sg (doric)

    Morphologia Graeca > φωνάεντι

  • 124 χαλαζάεντι

    χαλαζά̱εντι, χαλαζήεις
    like hail: masc /neut dat sg (doric)

    Morphologia Graeca > χαλαζάεντι

  • 125 ἀγκών

    1 bent arm

    πολλά μοι ὑπ' ἀγκῶνος ὠκέα βέλη ἔνδον ἐντὶ φαρέτρας φωνάεντα συνετοῖσιν O. 2.83

    Νίκας ἐν ἀγκώνεσσι πίτνων ποικίλων ἔψαυσας ὕμνων N. 5.42

    Lexicon to Pindar > ἀγκών

  • 126 ἀγνώς

    1 ignorant (always negatived) c. gen. “ἵνα οἱ χθονὸς αἷσαν δωρήσεται, οὔτε παγκάρπων φυτῶν νάποινον οὔτ' ἀγνῶτα θηρῶν.” P. 9.58

    καὶ γὰρ οὐκ ἀγνῶτες ὑμῖν ἐντὶ δόμοι οὔτε κώμων οὔτε μελικόμπων ἀοιδᾶν I. 2.30

    [ οὐκ ἀγνῶτ' ἀείδω (v. l. ἄγνωτ) I. 2.12]

    Lexicon to Pindar > ἀγνώς

  • 127 αἰνέω

    αἰνέω (αἰνέω, -εῖ, -έοντι codd.: αἴνει; αἰνέων; αἰνεῖν: fut. αἰνέσω; αἰνήσειν: aor. αἴνησα, -εν, -αν; opt. αἰνήσαις; αἰνῆσαι: med. αἰνεῖσθαι codd.)
    a praise

    αἰνήσαις ἓ καὶ υἱόν O. 9.14

    αἴνει δὲ παλαιὸν μὲν οῖνον O. 9.48

    ἐντὶ μὲν θνατῶν φρένες ὠκύτεραι κέρδος αἰνῆσαιP. 4.140 [ αἰνέοντι codd.: ἐπαινέοντι Byz. P. 5.107]

    κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95

    αὐτὸν μὰνσεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.72

    ἕπεται δὲ λόγῳ δίκας ἄωτος, ἐσλὸν αἰνεῖν N. 3.29

    οἷον αἰνέων κε Μελησίαν ἔριδα στρέφοι N. 4.93

    [ ἀγαθοῖς μὲν αἰνεῖσθαι (codd. contra metr.: ἀγαθοῖσί μιν αἰνεῖσθαι coni. Mingarelli: ἀγαθοῖσιν ἐπαινεῖσθαι Schroeder.) N. 11.17] τὸν

    αἰνεῖν ἀγαθῷ παρέχει I. 8.69

    σοφοὶ δὲ καὶ τὸ μηδὲν ἄγαν ἔπος αἴνησαν περισσῶς fr. 35b. σὲ δ' ἐγὼ παρά μιν αἰνέω μέν, Γηρυόνα fr. 81 ad Δ. 2. ἄλλα δἄλλοισιν νόμιμα, σφετέραν δ' αἰνεῖ δίκαν ἀνδρῶν ἕκαστος fr. 215. 3. esp. of Pindar's own hymn,

    νιν αἰνέω μάλα μὲν τροφαῖς ἑτοῖμον ἵππων O. 4.14

    ἄνδρα παρ' Ἀλφείῳ στεφανωσάμενον αἰνέσω πυγμᾶς ἄποινα O. 7.16

    παῖδ' ἐρατὸν δ Ἀρχεστράτου αἴνησα O. 10.100

    ἄνδρα δ' ἐγὼ κεῖνον αἰνῆσαι μενοινῶν P. 1.43

    φίλον ἐς ἄνδρ' ἄγων κλέος ἐτήτυμον αἰνέσω N. 7.63

    αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς N. 8.39

    add. inf.,

    αἰνέω καὶ Πυθέαν ἐν γυιοδάμαις Φυλακίδᾳ πλαγᾶν δρόμον εὐθυπορῆσαι I. 5.59

    b approve ἄλλον αἴνησεν γάμον κρύβδαν πατρός agreed to P. 3.13 τὺ δέ, Διοδότοιο παῖ, μαχατὰν αἰνέων Μελέαγρον, αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε, εὐανθἔ ἀπεπνεύσας ἁλικίαν (ζηλῶν Σ. emulating) I. 7.32
    c frag. άινειτ[ P. Oxy. 2447. fr. 13.

    Lexicon to Pindar > αἰνέω

  • 128 ἀλλοδαπός

    1 foreign, of another land ἀλλοδαπᾶν γυναικῶνP. 4.50

    ἐν ἀλλοδαπαῖς ἀρούραις P. 4.254

    met., θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.26 m. pl. pro subs.

    θαμὰ δ' ἀλλοδαπῶν οὐκ ἀπείρατοι δόμοι ἐντί N. 1.22

    Lexicon to Pindar > ἀλλοδαπός

См. также в других словарях:

  • ἐντί — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εντι — εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντι — εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άνταμς, Έντι — (Eddy Adams, 1859 – 1935). Αμερικανός συγγραφέας. Καταγόταν από την Ιντιάνα των ΗΠΑ και έζησε ως καουμπόης στο Τέξας. Στα αυτοβιογραφικά του έργα περιγράφει με θαυμαστές λεπτομέρειες και εντυπωσιακή ενάργεια τη μεγάλη εποχή του λεγόμενου… …   Dictionary of Greek

  • Κόχραν, Έντι — (Eddie Cochran, Άλμπερτ Λι, Μινεσότα 1938 – Λονδίνο 1960). Αμερικανός μουσικός. Ξεκίνησε τη σύντομη καριέρα του το 1954 σχηματίζοντας τους Cochran Brothers· το όνομά τους οφείλεται σε απλή συνωνυμία με τον Χανκ Κόχραν, τον κάντρι τραγουδιστή του… …   Dictionary of Greek

  • Μέρφι, Εντι — (Eddie Murphy, Μπρούκλιν 1961 –). Αμερικανός κωμικός, παραγωγός, σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Το ταλέντο του αποκαλύφθηκε πολύ σύντομα, αφού μόλις σε ηλικία 15 ετών παρουσίαζε προγράμματα stand up comedy, μικρής διάρκειας, σε κέντρα νεότητας και …   Dictionary of Greek

  • ἐντιμότερον — ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour adverbial comp ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour masc acc comp sg ἐντῑμότερον , ἔντιμος in honour neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντίμων — ἐντί̱μων , ἔντιμος in honour masc/fem/neut gen pl ἐντιμάω value in imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐντιμάω value in imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐντί̱μων , ἐντιμάω value in imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐντί̱μων , ἐντιμάω… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • .αντι — ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) ἐντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενθ' — εντι , εἰμί sum pres ind act 3rd pl (doric) εντι , εἰμί sum pres ind act 3rd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»