Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνηλύσια

См. также в других словарях:

  • ἐνηλύσια — ἐνηλύσιος struck by lightning neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • BIDENTAL — Romanis dictus est locus fulmine tactus et bidentibus ovibus expiatus consecratusque. Glossae, Bidental, τόπος κεραυνοπλὴξ. Quem proin nec ingredi nec calcare fas erat. Horat. de Arte Poet. extr. utrum Minxerit in patrios cineres, an triste… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενηλύσιος — ἐνηλύσιος, ον (Α) [ηλύσιος] 1. αυτός που χτυπήθηκε από κεραυνό, κεραυνόπληκτος, εμβρόντητος 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐνηλύσια (χωρία) τόποι που καθιερώθηκαν ως άβατοι, ιεροί από πτώση κεραυνού …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»