Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐνδατούμενος

См. также в других словарях:

  • ἐνδατούμενος — ἐνδατέομαι divide pres part mp masc nom sg (attic epic doric) ἐνδατέομαι divide pres part mid masc nom sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενδατούμαι — ἐνδατοῡμαι, έομαι (AM) μοιράζω, διανέμω («θείαν δύναμιν ἐνδατεῑσθαι», Ευστ.) αρχ. 1. κατασπαράζω, κατατρώγω 2. (μτφ. κυρίως για όνομα) απαγγέλλω χωριστά για εξύβριση («δὶς τ ἐν τελευτῇ τοὔνομ ἐνδατούμενος καλεῑ» [το όνομα τού Πολυνείκη], Αισχ.) 3 …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»