Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐνδέξιος

См. также в других словарях:

  • ενδέξιος — ἐνδέξιος, ία, ιον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται προς τη δεξιά πλευρά («ἐνδέξιος σῷ ποδὶ παρασπιστής γεγώς», Ευρ.) 2. αίσιος 3. (για άνεμο) ευνοϊκός, ούριος 4. επιτήδειος, επιδέξιος 5. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) ἐνδέξια προς τα δεξιά …   Dictionary of Greek

  • ἐνδέξιος — towards the right hand masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεξίως — ἐνδέξιος towards the right hand adverbial ἐνδέξιος towards the right hand masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδέξιον — ἐνδέξιος towards the right hand masc acc sg ἐνδέξιος towards the right hand neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεξίου — ἐνδέξιος towards the right hand masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεξίῳ — ἐνδέξιος towards the right hand masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδέξια — ἐνδέξιος towards the right hand neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνδεξία — ἐνδεξίᾱ , ἐνδέξιος towards the right hand fem nom/voc/acc dual ἐνδεξίᾱ , ἐνδέξιος towards the right hand fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πνέω — ΝΜΑ, και επικ. τ. πνείω Α 1. (για άνεμο) φυσώ (α. «πνέει ισχυρός άνεμος» β. «αὔρη δ ἐκ ποταμοῡ ψυχρὴ πνέει», Ομ. Οδ.) 2. (για το Άγιο Πνεύμα) επιφοιτώ, φωτίζω («πνεῡμα ὅπου θέλει πνεῑ καὶ τὴν φωνὴν αὐτοῡ ἀκούεις», ΚΔ) νεοελλ. 1. φρ. α) «πνέει… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»