Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐναποπνέω

См. также в других словарях:

  • εναποπνέω — ἐναποπνέω (Α) 1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.) 2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.) …   Dictionary of Greek

  • ἐναποπνεῦσαι — ἐναποπνέω expire in pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ἐναποπνέω expire in aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναποπνεύσωσιν — ἐναποπνέω expire in aor subj act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέπνευσαν — ἐναποπνέω expire in aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναπέπνευσε — ἐναποπνέω expire in aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐναποπνεύσας — ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in pres part act fem gen sg (doric) ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»