-
1 εναποπνεω
(fut. ἐναποπνεύσομαι)(где-л. или при каких-л. обстоятельствах) испускать последний вздох, умирать (ταῖς πατρῷαις οἰκίαις Diod.; τῷ αὐλῷ Luc.; ταῖς ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἱκεσίαις Plut.)
См. также в других словарях:
εναποπνέω — ἐναποπνέω (Α) 1. εκπνέω, πεθαίνω κάπου («ὅπως ταῑς πατρῴαις oἰκίαις ἐναποπνεύσωσι», Διόδ. Σικ.) 2. πεθαίνω σε μια περίσταση ή στη διάρκεια ενός έργου ή ευρισκόμενος σε μια κατάσταση («φιλοτιμότερον ἐμφυσῶν ἐναπέπνευσε τῷ αὐλῷ», Λουκ.) … Dictionary of Greek
ἐναποπνεῦσαι — ἐναποπνέω expire in pres part act fem nom/voc pl (epic doric ionic) ἐναποπνέω expire in aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποπνεύσωσιν — ἐναποπνέω expire in aor subj act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπέπνευσαν — ἐναποπνέω expire in aor ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναπέπνευσε — ἐναποπνέω expire in aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναποπνεύσας — ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in pres part act fem acc pl (epic doric ionic) ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in pres part act fem gen sg (doric) ἐναποπνεύσᾱς , ἐναποπνέω expire in aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)