-
1 εναίσιμος
-
2 ἐναίσιμος
-
3 ἐναίσιμος
1 propitious Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2. 66. -
4 ἐναίσιμος
A ominous, fateful, οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον (as Adv.) Il.6.519; ; οὐδέ τε πάντες ἐναίσιμοι [ ὄρνιθες] ib. 182; esp. in good sense, seasonable, of omens,ἐ. σήματα φαίνων Il.2.353
: generally, favourable, boding good,λιγνὺν ἐναίσιμον ἀΐσσουσαν A.R.1.438
.II of persons, their thoughts, etc., righteous,ἀνὴρ ὃς ἐ. εἴη Od.10.383
;οἵ τινές εἰσιν ἐ. οἵ τ' ἀθέμιστοι 17.363
; ᾧ οὔτ' ἂρ φρένες εἰσὶν ἐ. (of Achilles) Il.24.40, cf. Od.18.220;ἐμοὶ νόος ἐστὶν ἐ. 5.190
; so , 7.299; ἐ. τίει [ βίον] A.Ag. 775(lyr.); γῆρας γὰρ ἐ. ἄνδρατίθησιν makes him honoured, Opp.H.1.683.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐναίσιμος
-
5 ἐναίσιμος
ἐν-αίσιμος: fateful, favorable (opp. παραίσιος), Il. 2.353, Od. 2.182, 159; then proper, seemly, just (ἐν αἴσῃ, κατ' αἶσαν, κατὰ μοῖραν), ἀνήρ, Il. 6.521; φρένες, Od. 18.220; δῶμα, Il. 24.425; neut. sing. as adv., ἐναίσιμον ἐλθεῖν, ‘opportunely,’ Il. 6.519; predicative, Od. 2.122, Od. 7.299.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐναίσιμος
-
6 εναισίμως
-
7 ἐναισίμως
-
8 εναίσιμον
-
9 ἐναίσιμον
-
10 εναισίμοις
-
11 ἐναισίμοις
-
12 εναισίμους
-
13 ἐναισίμους
-
14 εναισίμω
-
15 ἐναισίμῳ
-
16 εναίσιμα
-
17 ἐναίσιμα
-
18 εναίσιμοι
-
19 ἐναίσιμοι
-
20 ἀθέμιστος
ἀ-θέμιστος = ἀθεμίστιος, Od. 9.106, cf. 112; opp. ἐναίσιμος, Od. 17.363.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἀθέμιστος
См. также в других словарях:
ἐναίσιμος — ominous masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εναίσιμος — η, ο (Α ἐναίσιμος, ον) νεοελλ. «εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορες αρχ. 1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.) 2. αίσιος, ευμενής,… … Dictionary of Greek
εναίσιμος — η, ο 1. που αρμόζει, που πρέπει, κατάλληλος. 2. φρ., «εναίσιμη διατριβή», βλ. διατριβή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐναισίμως — ἐναίσιμος ominous adverbial ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναίσιμον — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc sg ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναισίμοις — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναισίμους — ἐναίσιμος ominous masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναισίμῳ — ἐναίσιμος ominous masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναίσιμα — ἐναίσιμος ominous neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐναίσιμοι — ἐναίσιμος ominous masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσα — (Aishah, 614; – Μεδίνα 678 μ.X.). Η τρίτη και πιο αγαπημένη από τις συζύγους του Μωάμεθ. Ο προφήτης την παντρεύτηκε όταν η Α. ήταν σε ηλικία επτά ετών, για να εξασφαλίσει την εύνοια του πατέρα της Αμπού Μπακρ, ισχυρού φύλαρχου. Η Α. ήταν η… … Dictionary of Greek