-
1 παραίσιος
παραίσιος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραίσιος
-
2 παραίσιος
παρ-αίσιος ( αἶσα): unlucky, adverse, Il. 4.381†.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > παραίσιος
-
3 παραίσια
παραίσιοςof ill omen: neut nom /voc /acc pl -
4 ἐναίσιμος
ἐν-αίσιμος: fateful, favorable (opp. παραίσιος), Il. 2.353, Od. 2.182, 159; then proper, seemly, just (ἐν αἴσῃ, κατ' αἶσαν, κατὰ μοῖραν), ἀνήρ, Il. 6.521; φρένες, Od. 18.220; δῶμα, Il. 24.425; neut. sing. as adv., ἐναίσιμον ἐλθεῖν, ‘opportunely,’ Il. 6.519; predicative, Od. 2.122, Od. 7.299.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > ἐναίσιμος
См. также в других словарях:
παραίσιος — ον, Α (επικ. τ.) αυτός που είναι φορέας κακών οιωνών, δυσοίωνος («ἀλλὰ Ζεὺς ἔτρεψε παραίσια σήματα φαίνων», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από την φρ. παρά τήν αἴσαν + επίθημα ιος] … Dictionary of Greek
παραίσια — παραίσιος of ill omen neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίσιος — ια, ιο (Α αἴσιος, ία, ιον) αυτός που προμηνύει κάτι καλό, ευνοϊκός, ευοίωνος (κυρίως για οιωνούς) νεοελλ. (για καταστάσεις) ευτυχής, χαρούμενος αρχ. κατάλληλος, ταιριαστός, δίκαιος, σωστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἶσα βλ. λ.. ΠΑΡ. αρχ. αἰσιοῦμαι. ΣΥΝΘ.… … Dictionary of Greek