-
1 πυρι-βρῑθής
πυρι-βρῑθής, ές, feuerbelastet, Orph. fr. 38.
-
2 περι-βρῑθής
περι-βρῑθής, ές, umlastend, sehr schwer, Orph. frg. 38.
-
3 στερνο-βρῑθής
στερνο-βρῑθής, ές, mit starker Brust, ἵππος, Polyaen. 4, 7, 12, Conj. für σϑενοβριϑής.
-
4 σαυρο-βρῑθής
σαυρο-βρῑθής, ές, mit schwerem σαυρωτήρ, Hesych.
-
5 σιδηρο-βρῑθής
σιδηρο-βρῑθής, ές, schwer von Eisen, eisenbelastet, von eiserner Wucht, ξύλον, Eur. Mel. frg. 4 bei Ar. Ran. 1398.
-
6 σθενο-βρῑθής
σθενο-βρῑθής, ές, f. L. statt στερνοβριϑής bei Polyaen. 4, 7, 12.
-
7 χθονο-βρῑθής
χθονο-βρῑθής, ές, auf die Erde niederdrückend, δεσμός Synes.
-
8 κρεω-βρῑθής
κρεω-βρῑθής, ές, schwer von Fleisch, Sp.
-
9 καρπο-βρῑθής
καρπο-βρῑθής, ές, fruchtbelastet, Nicet.
-
10 ὀπισθο-βρῑθής
ὀπισθο-βρῑθής, ές, hinten beschwert, ἔγχος, Aesch. frg. 386.
-
11 ἀ-βρῑθής
-
12 ἐπι-βρῑθής
ἐπι-βρῑθής, ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριϑεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις Aesch. Eum. 923, mit der ganzen Macht sich darauf werfend. Vgl. das folgde Verbum.
-
13 ἐρι-βρῑθής
ἐρι-βρῑθής, ές, sehr schwer, gewichtig, μολίβου χύσις Opp. H. 5, 636.
-
14 ἐμ-βρῑθής
ἐμ-βρῑθής, ές, schwer, gewichtig; καὶ βαρύ Plat. Phaed. 81 c; Sp., z. B. καὶ ὁμιχλώδης ἀναϑυμίασις Plut. Rom. 27; dah. fest, kompact, λίνεα ἐμβριϑέστερα Her. 7, 36; auch φϑέγμα, Poll. 4, 85. Uebertr., beschwerlich, lästig; κακόν Aesch. Pers. 679; τῆς ἀνάγκης οὐδὲν ἐμβριϑέστερον Soph. bei Ath. I, 33 c; dah. schwierig, ὄνομα Plat. Crat. 407 a; schwerfällig, οἱ ἐμβριϑέστεροι νωϑροί πως ἀπαντῶσι πρὸς τὰς μαϑήσεις Theaet. 144 b. – Ernst, gesetzt, Plat. Epist. VII, 328 b; φρόνημα Plut. Pericl. 4; φύσις ἐμβριϑὴς καὶ πραεῖα Brut. 1. Aber auch zornig, heftig, Hdn. 3, 11, 1. – Adv. ἐμβριϑῶς, standhaft, Plat. Phaedr. 252 c; ernsthaft, D. Cass. 69, 6; heftig, Hdn. 4, 3, 7.
-
15 ὑπερ-βρῑθής
ὑπερ-βρῑθής, ές, poet. = ὑπερβαρής, überlastet, überschwer, Soph. Ai. 931, ἄχϑος.
-
16 ἀβρῑθής
ἀ-βρῑθής, ohne Wucht, leicht, nicht schwer -
17 ἐμβρῑθής
-
18 ἐπιβρῑθής
ἐπι-βρῑθής, ές, darauf lastend, von den Erinnyen, παντὶ χρόνῳ δ' ἐπιβριϑεῖς ἐνδίκοις ὁμιλίαις, mit der ganzen Macht sich darauf werfend -
19 ἐριβρῑθής
ἐρι-βρῑθής, ές, sehr schwer, gewichtig -
20 καρποβρῑθής
καρπο-βρῑθής, ές, fruchtbelastet
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευβριθής — εὐβριθής, ές (Α) αυτός που έχει καλά νήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + βριθής (< βρίθος), πρβλ. α βριθής, σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek
καρποβριθής — καρποβριθής, ές (Μ) φορτωμένος καρπούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + βριθής (< βρίθω), «γεμίζω» πρβλ. πυρι βριθής στερνο βριθής] … Dictionary of Greek
καταβριθής — καταβριθής, ές (Α) 1. φορτωμένος, πιεζόμενος 2. φορτικός, ενοχλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + βριθής (< βρίθος «βάρος»), πρβλ. εμ βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
κεντροβριθής — κεντροβριθής, ές (Μ) αυτός που πιέζεται από κάποιο βάρος προς το κέντρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + βριθής (< βρῖθος), πρβλ. πυρι βριθής, σαυρο βριθής] … Dictionary of Greek
κονιορτοβριθής — ές γεμάτος κονιορτό, κατασκονισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιορτός + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. βιβλιο βριθής, κοσμο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
κοσμοβριθής — ές γεμάτος κόσμο, γεμάτος ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοσμ(ο) * + βριθής (< βρίθω), πρβλ. ανθρωπο βριθής, βιβλιο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Έλληνα (Βλ. Γαβριηλίδη), στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
λιποβριθής — ές γεμάτος λίπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίπος + βριθής (< βρίθω «φουσκώνω, γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο βριθής, υπερ βριθής] … Dictionary of Greek
πυριβριθής — ές, Α αυτός που βρίθει, που είναι γεμάτος από φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + βριθής (< βρῖθος < βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. σιδηρο βριθής, χθονο βριθής] … Dictionary of Greek
χαριτοβριθής — ές, Ν χαριτόβρυτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, ιτος + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. κοσμο βριθής, σιδηρο βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ραμπαγάς] … Dictionary of Greek
μικροβιοβριθής — ές αυτός που περιέχει πολλά μικρόβια, που είναι γεμάτος μικρόβια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρόβιο + βριθής (< βρίθω «είμαι γεμάτος»), πρβλ. πυρι βριθής. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
οπισθοβριθής — ὀπισθοβριθής, ές (Α) φορτωμένος, βαρύς στο πίσω μέρος («ὀπισθοβριθἐς ἔγχος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθ(ο) * + βριθής (< βρῖθος «βάρος»), πρβλ. σιδηρο βριθής] … Dictionary of Greek