Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

σαυρωτήρ

См. также в других словарях:

  • σαυρωτήρ — ferrule masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτήρ — ῆρος, ὁ, Α σιδερένια αιχμή που περιέβαλλε το κάτω άκρο τού δόρατος και χρησίμευε για να καρφώνεται το δόρυ στο έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαύρα* + επίθημα ωτήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου *σαυρόω (πρβλ. τροπ ωτήρ)] …   Dictionary of Greek

  • σαυρωτῆρα — σαυρωτήρ ferrule masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτῆρας — σαυρωτήρ ferrule masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτῆρες — σαυρωτήρ ferrule masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτῆρι — σαυρωτήρ ferrule masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτῆρος — σαυρωτήρ ferrule masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτῆρσι — σαυρωτήρ ferrule masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτῆρσιν — σαυρωτήρ ferrule masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σαυρωτήρων — σαυρωτήρ ferrule masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»