-
1 εμφύλιος
-
2 ἐμφύλιος
-
3 εμφυλιος
21) соплеменныйοἱ ἐμφύλιοι Plat. — соплеменники, родичи
2) родственный, роднойγῆ ἐ. Soph. — родина;
οἱ ἐμφύλιοι Soph. — родственники, родные (ср. 1);αἷμα ἐμφύλιον Soph. — родня, но тж. Pind., Plat., Plut. убийство родственников3) междоусобный, внутренний(Ἄρης Aesch.; μάχη Theocr.; πόλεμος Polyb., Plut.; στάσεις Plut.)
-
4 ἐμφύλιος
1 of one's own kin ἥρως ὅτι ἐμφύλιον αἷμα πρώτιστος ἐπέμειξε θνατοῖς i. e. Ixion, by the murder of his father in law, Deioneus P. 2.32 -
5 ἐμφύλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμφύλιος
-
6 εμφύλιος
-
7 ἐμφύλιος
ἐμ-φύλιος, οἱ ἐμφύλιοι, die Verwandten; auch γῆ, Vaterland; ταραχή, στάσις, Bürgerkrieg. Οἱ ἐμφύλιοι, Stammgenossen -
8 εμφύλιος
kardeşler arası, iç -
9 εμφύλιος πόλεμος
граѓанcка воjнаГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > εμφύλιος πόλεμος
-
10 ἔμφυλος
A in the tribe, i. e. of the same tribe or race,ἀνὴρ ἔμφυλος Od. 15.273
; ἐμφύλιοι kinsfolk, S.Ant. 1264 (lyr.), Pl.Lg. 871a; ἐμφύλιον αἷμα the guilt of kindred blood, i. e. the murder of a kinsman, Pi. P.2.32, Pl.R. 565e, cf. S.OT 1406;τοὔμφυλον αἷμα Id.OC 407
; ; ἔμφυλοι παρ' ἑκατέροις registered in a tribe, GDI5040.15 ([place name] Hierapytna).2 γῆ ἐμφύλιος one's native land, S.OC 1385.II in or among one's people or family,μάχα Alc.Supp.23.11
; ἔμφυλος στάσις intestine discord, Sol. 4.19, Hdt.8.3, Democr.249;Ἄρης ἐμφύλιος A.Eu. 863
;μάχη Theoc. 22.200
;πόλεμος Plb.1.65.2
, cf. Plu.Pomp.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἔμφυλος
-
11 εμφυλος
-
12 гражданский
гражданский του πολίτη, πολιτικός юр. αστικός \гражданскийие права τα πολιτικά δικαιώματα \гражданский брак ο πολιτικός γάμος \гражданский долг το χρέος του πολίτη \гражданскийая война о εμφύλιος πόλεμος* * *του πολίτη, πολιτικός; юр. αστικόςгражда́нские права́ — τα πολιτικά δικαιώματα
гражда́нский брак — ο πολιτικός γάμος
гражда́нский долг — το χρέος του πολίτη
гражда́нская война́ — ο εμφύλιος πόλεμος
-
13 междоусобный
междоусобныйприл ἐμφύλιος, ἐσωτερικός· \междоусобныйная война ὁ ἐμφύλιος πόλεμος. -
14 εμφυλίως
-
15 ἐμφυλίως
-
16 εμφύλιον
-
17 ἐμφύλιον
-
18 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
19 ξενικός
ξενικός, den Fremden, den Gast betreffend; ξενικὸν ἀστικόν ϑ' ἅμα μίασμα, Aesch. Suppl. 613; ξεινικοὺς ἱκτῆρας, Eur. Cycl. 370; ξενικῶν κρεῶν, der Fremden, 366; ξενικὸν εἰςβολάν, Ion 722; τὸν ξενικὸν ϑεὸν εὐλαβούμενοι, = ξένιον, Plat. Legg. IX, 879 e; ξενικὰ τελεῖν, Dem. 57, 34, die Abgaben, welche die Fremden in Athen entrichten müssen; – τὸ ξενικόν, die Söldnerschgar, Ar. Plut. 173; so νῆες, Thuc. 7, 42; ξενικὸν ἐπικουρικόν, 8, 25; Xen. An. 1, 2, 1. 2, 5, 22; Pol. 11, 11, 4. – Uebh. fremd, ausländlsch; ξενικὰ νόμαια, ἱερά, Her. 1, 135. 172; ξενικὸν τοὔνομα, Plat. Crat. 417 b; νόμισμα, Legg. V, 742 c; καὶ ἐπιχώρια ὁμιλήματα, 730 b; πόλεμος, dem ἐμφύλιος entgeggstzt, Pol. 1, 71, 7. – Adv., Plat. Crat. 407 b.
-
20 ἔμ-φῡλος
См. также в других словарях:
ἐμφύλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
εμφύλιος — α, ο 1. που γίνεται μεταξύ ομοφύλων. 2. το αρσ. ως ουσ., εμφύλιος (ενν. πόλεμος), ένοπλος αγώνας μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων, που γίνεται στο ίδιο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφυλίως — ἐμφύλιος adverbial ἐμφύλιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύλιον — ἐμφύλιος masc/fem acc sg ἐμφύλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
ἐμφυλίοις — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίου — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίους — ἐμφύλιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίων — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίῳ — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)