-
1 εμφυλιος
21) соплеменныйοἱ ἐμφύλιοι Plat. — соплеменники, родичи
2) родственный, роднойγῆ ἐ. Soph. — родина;
οἱ ἐμφύλιοι Soph. — родственники, родные (ср. 1);αἷμα ἐμφύλιον Soph. — родня, но тж. Pind., Plat., Plut. убийство родственников3) междоусобный, внутренний(Ἄρης Aesch.; μάχη Theocr.; πόλεμος Polyb., Plut.; στάσεις Plut.)
-
2 εμφύλιος
-
3 εμφυλος
-
4 πόλεμος
ο1) война;εμφύλιος πόλεμος — гражданская война;
εθνικοαπελευθερωτικός πόλεμος — национально-освободительная война;
πατριωτικός πόλεμος — отечественная война;
αποικιακός πόλεμ — колониальная война;
παγκόσμιος πόλεμος — мировая война;
(θερμο)πυρηνικός πόλεμος ( — термо)ядерная война;
ψυχρός πόλεμ — холодная война;
ακήρυκτος πόλεμος — необъявленная война;
εμπρηστής πολέμου поджигатель войны;κηρύχνω τον πόλεμο — объявить войну;
αρχίζω ( — или εξαπολύω) πόλεμο — развязать войну;
σε κατάστηση
См. также в других словарях:
ἐμφύλιος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμφύλιος — α, ο (AM ἐμφύλιος, ον) αυτός που γίνεται ανάμεσα σε ομοεθνείς ή ομόφυλους, σε άτομα τού ίδιου έθνους ή τής ίδιας φυλής («εμφύλιος πόλεμος») αρχ. 1. αυτός που ανήκει στην ίδια φυλή («μὴ ἀπόσχηται ἐμφυλίου αἵματος», Πλάτ.) 2. (το αρσ. πληθ. ως… … Dictionary of Greek
εμφύλιος — α, ο 1. που γίνεται μεταξύ ομοφύλων. 2. το αρσ. ως ουσ., εμφύλιος (ενν. πόλεμος), ένοπλος αγώνας μεταξύ δύο αντίπαλων παρατάξεων, που γίνεται στο ίδιο κράτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐμφυλίως — ἐμφύλιος adverbial ἐμφύλιος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφύλιον — ἐμφύλιος masc/fem acc sg ἐμφύλιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δύο Ρόδων, πόλεμος των- — Εμφύλιος πόλεμος που διεξήχθη στην Αγγλία κατά το δεύτερο μισό του 15ου αι., μεταξύ των οπαδών του οίκου των Λάνκαστερ από τη μία πλευρά, που είχαν για έμβλημα ένα κόκκινο ρόδο, και του οίκου των Γιορκ από την άλλη, που είχαν για έμβλημα ένα… … Dictionary of Greek
ἐμφυλίοις — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίου — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίους — ἐμφύλιος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίων — ἐμφύλιος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμφυλίῳ — ἐμφύλιος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)