-
1 εμμήνων
-
2 ἐμμήνων
-
3 ἀγωγός
ἀγωγός, όν,A leading, guiding, and as Subst., guide, Hdt.3.26; escort, Th.2.12, cf. 4.78;ἀ. ὕδατος
aqueduct,Mon.Anc.Gr.
19.5 (pl.); without ὕδατος, Just.Nov.128.16 (pl.): c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀ. power of leading men, Plu.Lyc.5.2 drawing forth, eliciting,χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί E.Hec. 536
;δακρύων ἀ. Id.Tr. 1131
;γυναικείων Hp.Aph.5.28
;ἐμμήνων Dsc.1.16
.3 abs., attractive, Plu.Crass.7; τὸ ἀ. attractiveness, Id.2.25b. -
4 ἐποχή
A check, cessation,ἡ κατὰ τὸν πόλεμον ἐ. Plb.38.11.2
; μετ' ἐποχῆς with a check, Id.10.23.4 ; ἐποχὰς ποιεῖν..τῆς προκοπῆς to check advance, Plu.2.76d, cf. Plot.6.2.13.2 retention,σπέρματος Gal.8.420
;οὔρων Philum.Ven.25.2
;σκυβάλων Sor.2.20
; ἀναπνοῆς (in hysteria) ib.26 ;γαστρός Gal.6.315
; but ἐ. ἐμμήνων suppression (not retention) of the menses, Sor.2.6, al.II Philos., suspension of judgement, Metrod.Herc.831.6, Chrysipp.Stoic.2.39, Cic.Acad.Pr. 2.18.59, Arr.Epict.1.4.11, S.E.P.1.10, Gal.1.40, etc.III stoppage, pause, of light during an eclipse, Plu.2.923b.2 Astron., position as referred to celestial or terrestrial latitude and longitude, Ptol.Alm.7.4, 12.8 ; πόλεων ib.2.13 (pl.); ἀστέρων ἐποχαί positions (longitudes) of stars in a horoscope, Plu.Rom.12 ; αἱ φαινόμεναι τῆς σελήνης ἐ., opp. αἱ οὖσαι, Procl.Hyp.4.49.b fixed point in time in reference to which positions are defined and from which their changes are computed, epoch, Ptol.Alm.3.9 ; perh. also position at such a fixed point (also called epoch), ib.3.7.3 in Musical theory, period of vibration, Nicom.Harm.3(pl.).
См. также в других словарях:
ἐμμήνων — ἔμμηνος lasting a month masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρροια — ἄρροια, η (Α) περίοδος διακοπής των εμμήνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + ρροια < ρόFος ρους < ρέω (πρβλ. αιμόρροια, υδρόρροια κ.ά.)] … Dictionary of Greek
αμηνόρροια — Η έλλειψη εμμήνων. Υπάρχουν δύο μορφές α.· η μία όταν τα έμμηνα δεν εμφανίζονται ποτέ και η άλλη όταν, ενώ πρώτα ήταν κανονικά, ξαφνικά δεν εμφανίζονται πλέον, από αιτίες που σχετίζονται με τη μήτρα, τις ωοθήκες, τον θυρεοειδή, τα επινεφρίδια,… … Dictionary of Greek
κρύψις — κρύψις, ἡ (Α) [κρύπτω] 1. κρύψιμο, απόκρυψη («κρύψει σὺ κρῡψιν ἥν σε κρυφθῆναι χρεών», Ευρ.) 2. (για αστέρες και για τον ήλιο ή τη νέα σελήνη) επικάλυψη, δύση ή έκλειψη 3. (ρητ.) η απόκρυψη τού σκοπού και τών βλέψεων κάποιου από τον αντίπαλο 4.… … Dictionary of Greek
επίσχεση — η 1. συγκράτηση, παρεμπόδιση, σταμάτημα. 2. (ιατρ.), έλλειψη ή διακοπή φυσιολογικής εκροής: Επίσχεση εμμήνων. 3. (νομ.), η συνέχιση της φυλάκισης οφειλέτη ύστερα από αίτηση του δανειστή και μετά την παύση του λόγου που προκάλεσε την πρώτη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)