Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐλαχύ

См. также в других словарях:

  • ἐλαχύ — ἐλαχύς small masc voc sg ἐλαχύς small neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελαχύς — ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α) 1. λίγος 2. μικρός 3. βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw u , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός»,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»