-
1 ελαχυπτερυξ
-
2 ελαχυς
ἐλάχεια, ἐλᾰχύ (compar. ἐλάσσων, superl. ἐλάχιστος) маленький, небольшой, незначительный(νῆσος ἐλάχεια Hom. - v. l. λάχεια; οὐκ ἐλάχεια Ἄρτεμις HH.; σκάφος Anth.)
См. также в других словарях:
ἐλαχύ — ἐλαχύς small masc voc sg ἐλαχύς small neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ελαχύς — ἐλαχύς, ἐλάχεια, ἐλαχύ (Α) 1. λίγος 2. μικρός 3. βραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχαίο επίθετο ελαχύς από IE *lnghw u , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ΙΕ ρίζας *lengwh «ευκίνητος και ελαφρός», αντιστοιχεί ακριβώς προς αρχ. ινδ. langhu, raghu «γρήγορος, ελαφρός»,… … Dictionary of Greek