-
1 Ελαιού
-
2 Ἐλαιοῦ
-
3 ελαιού
-
4 ἐλαιοῦ
-
5 ελαίου
ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sgἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
6 ἐλαίου
ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sgἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
7 'λαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
8 τουλαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sg -
9 τοὐλαίου
ἐλαίου, ἔλαιονolive-oil: neut gen sgἐλαίου, ἔλαιοςwild olive: masc gen sgἐλαίου, ἐλαιόωoil: pres imperat act 2nd sg -
10 ἄγγος
1 jar, = ὑδρία. γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (i. e. εἰς Ἄργος) ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης. Σ.) N. 10.36 -
11 ἐλαία
ἐλαία (ἐλαίας, -ᾳ; -ᾶν)1 olive γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης. Σ.) N. 10.35 esp. olive wreath the victor's prize in the Olympic gamesἀμφὶ κόμαισι βάλῃ γλαυκόχροα κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἐλαίᾳ στεφανωθεις Πισάτιδι O. 4.11
ἐπὶ στεφάνῳ χρυσέας ἐλαίας O. 11.13
λαὸν θαμὰ δὴ καὶ Ὀλυμπιάδων φύλλοις ἐλαιᾶν χρυσέοις μιχθέντα N. 1.17
olive woodσκάπτῳ θενὼν σκληρᾶς ἐλαίας O. 7.29
-
12 καρπός
καρπός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 fruitἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
καρποῦ φθίσιν Pae. 9.14
met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας when he reached maturity O. 6.58νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον perfect maturity of thought, of the judicial temperament of Rhadamanthus, Gildersleeve P. 2.74χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.110
φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ experience Fennel N. 10.12 γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης Σ.) N. 10.35 ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε maturing, realization I. 8.46 καρπὸν δρέποντες fr. 6b. f. ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον i. e. wine fr. 124. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211. ἀτελῆ σοφίας καρπόν fr. 209. -
13 οἶνος
-ου + ὁ N 2 40-34-69-60-50=253 Gn 9,21.24; 14,18; 19,32.33wine Gn 9,21; id. (for libation) Hos 9,4ἐν οἴνων διατριβαῖς in banquets of wine Prv 12,11a; τὸν καρπὸν παντὸς ξύλου οἴνου καὶ ἐλαίου the fruit of each tree, of wine and oil Neh 10,38*1 Sm 25,11 καὶ τὸν οἶνόν μου and my wine-ואת־ייני for MT ואת־מימי and my water; *Hos 3,2 οἴνου of wine-כרשׁ? for MT עריםשׂ barley; *Ob 16 οἶνον wine-חמר for MT תמיד continuallyCf. WEVERS 1993, 430; →NIDNTT; TWNT -
14 χριστός
-ή,-όν A 5-21-3-13-8=50 Lv 4,5.16; 6,15; 21,10.12anointed Lv 4,5; id. (of the Messiah) PSal 18,tit., see also 17,32; 18,5.7; id. (of the kings of Israel) 1 Sm 24,7; οἱ χριστοί the anointed ones (of the prophets) Ps 104(105),15τοῦ ἐλαίου τοῦ χριστοῦ of the anointing oil Lv 21,10*Am 4,13 χριστὸν αὐτοῦ his anointed one-יחושׁמ for MT חושׂ מה what (are) his thoughtsCf. DE JONGE 1966, 134-137; GROSART 1890, 275-276; HARLÉ 1988, 179; →NIDNTT; TWNT -
15 αἰθαλίδας
αἰθαλ-ίδας· τὰ ἐν τῷ σίτῳ γινόμενα, ἢ τοὺς ἐν τῷ ὕδατι σταλαγμοὺς τοῦ ἐλαίου, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰθαλίδας
-
16 δηληγατεύω
A assign as tax to be paid,μέτρον ἐλαίου PLips.64.3
(iv A. D.). [full] δηληγατίων, ωνος, ἡ, delegatio, annual declaration by the state of the amount of taxes to be paid, BGU836.3 (vi A. D.), 974.7 (iv A. D.), cf. Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δηληγατεύω
-
17 εὐφορία
εὐφορ-ία, ἡ,2 sense of well-being in disease,τοῦ νοσοῦντος Herod.Med.
in Rh.Mus.58.106, cf. Gal.11.10, 14.615, Orib.Syn.6.6.II fertility, Ph.2.57, al.: in pl.,γαστέρων εὐφορίαι Hp.Epid.6.7.2
; periods of productivity, Chrysipp.Stoic.2.337; ψυχῶν εὐφορίαι ibid.; abundant produce, καρπῶν, οἴνου, Xenag.3, Alciphr. 1.24;ἐλαίου IG22.1100.59
;σίτου Ἀρχ. Ἐφ. 1913.7
(Nisyros, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐφορία
-
18 κάδος
A jar or vessel for water or wine, Anacr.17, Archil.4, Hdt.3.20, S.Fr.534.3 (anap.), Ar.Ach. 549, etc.;κ. ἀντλητικός CPR 232.12
(ii A.D.); said to be [dialect] Ion. for κεράμιον, Clitarch.Gloss. ap. Ath. 11.473b.2 a liquid measure,= ἀμφορεύς, Philoch.155a; (cod. A), cj. in Simon.155.4 ( Hermes64.274);πίνει τετραχόοισι κάδοις Hedyl.
ap. Ath.l.c.; later, half an ἀμφ., Script. Metrol.1.257, 2.144 Hultsch.III funerary urn, Jahresh.8.154.—The metre usu. requires κάδος, never κάδδος which is written in Them.in Ph.268.2, al.; cf. κάδδιχος. -
19 καθαρτικός
A of, fit for cleansing or purifying,ἐλαίου καὶ γῆς Pl.Ti. 60d
; τὰ μέλη τὰ κ. (v.κάθαρσις 11
) Arist.Pol. 1342a15; τὰ κ. purgatives, Phld.Sign. 25;κ. ἀρεταί Hierocl. in CA2p.422M.
: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Sph. 231b. Adv.- κῶς Marin.Procl.19
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθαρτικός
-
20 καλινδέομαι
A = κυλινδέομαι (q. v.), roll about, wallow, ἀποθνῄσκοντες ἐν ταῖς ὁδοῖς ἐκαλινδοῦντο, of plaguestricken persons, Th.2.52; of birds, κ. ἐν τῇ γῇ, κ. τοῖς πτεροῖς πρὸς τὴν κόνιν, Arist.HA 612a20, b24; <ἐν> ῥεύμασι Plu.Tim.28
; ἐπὶ ἐλαίου, as a form of exercise, Gal.6.220, cf. 324; roam,κατὰ τὰς νάπας X. An.5.2.31
;ἐν τῇσι στοιῇσι Hdt.3.52
: metaph., ἐν θιάσοις καὶ μεθύουσιν ἀνθρώποις κ. D.19.199: hence, to be continually busy with, pass one's time in a thing,ἐν τῷ πειρᾶσθαι X.Cyr.1.4.5
(v.l. κυλινδ-) ; περὶ τὰς ἔριδας, περὶ τὰ δικαστήρια, Isoc.13.20, 15.30;κ. ἐπὶ τοῦ βήματος Id.5.81
(v.l. κυλ-); ἐν ἀγοραῖς S.E.M.2.27
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλινδέομαι
См. также в других словарях:
Ἐλαιοῦ — Ἐλαιός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαιοῦ — ἐλαιόω oil pres imperat mp 2nd sg ἐλαιόω oil imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλαίου — ἔλαιον olive oil neut gen sg ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg ἐλαιόω oil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'λαίου — ἐλαίου , ἔλαιον olive oil neut gen sg ἐλαίου , ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τοὐλαίου — ἐλαίου , ἔλαιον olive oil neut gen sg ἐλαίου , ἔλαιος wild olive masc gen sg ἐλαίου , ἐλαιόω oil pres imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЕЛЕОСВЯЩЕНИЕ — [Соборование; греч. τὸ εὐχέλαιον (ἅϒίον ἔλαιον), букв. молитвомаслие (святой елей)], одно из 7 церковных таинств, в к ром при помазании тела больного специально освященным елеем на него призывается благодать Божия, исцеляющая от телесных и… … Православная энциклопедия
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
ελαιοδυναμικά μηχανήματα — Μηχανές που χρησιμοποιούν την πίεση του ελαίου για να εκτελέσουν ένα μηχανικό έργο. Αποτελούνται βασικά από μια αντλία, η οποία προσδίδει την κατάλληλη πίεση στο έλαιο, από μια δεξαμενή, από ένα μηχανικό όργανο που εκτελεί το έργο με πίεση και… … Dictionary of Greek
Ένγκλερ, Καρλ Όσβαλντ — (Carl Oswald Engler, Βάισβαϊλ 1842 – Καρλσρούη 1925). Γερμανός χημικός. Το 1876 διορίστηκε καθηγητής στο πολυτεχνείο της Καρλσρούης. Ταξίδεψε πολλές φορές στα Καρπάθια, στο Μπακού, στις ακτές της Ερυθράς θάλασσας, στην Αίγυπτο, στην Παλαιστίνη… … Dictionary of Greek
διακόπτης — Συσκευή κατάλληλη να διακόπτει ή να αποκαθιστά τη συνέχεια ενός ηλεκτρικού κυκλώματος, ώστε να εμποδίζει ή να επιτρέπει τη δίοδο ηλεκτρικού ρεύματος. Στην απλούστερη μορφή του ο δ. αποτελείται, για κάθε αγωγό της ηλεκτρικής γραμμής στην οποία… … Dictionary of Greek
μέντα — (Mentha). Γένος δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των λαμιιδών. Πρόκειται για φυτά των εύκρατων περιοχών του βορείου ημισφαιρίου, τα οποία χαρακτηρίζονται από τα αρωματικά τους φύλλα και τα μικρά τους άνθη. Ιδιαίτερα γνωστό είδος είναι το… … Dictionary of Greek