-
1 συν-τράπεζος
συν-τράπεζος, mit am Tische; ξυντραπεζον ἀξιοῖς ἔχειν βίον, Eur. Andr. 659; Xen. An. 1, 9, 31.
-
2 φιλο-τράπεζος
φιλο-τράπεζος, den Tisch, die Tafel liebend, Freund der Tafelfreuden, Ath. III, 113 e.
-
3 καλλι-τράπεζος
καλλι-τράπεζος, mit schöner Tafel; Amips. bei Ath. VI, 270 f; Ἰωνία Callias ib. XII, 524 f.
-
4 εὐ-τράπεζος
εὐ-τράπεζος, mit guten Tischen versehen, ἀνδρῶνες Aesch. Ag. 235, wie Eur. ὁρᾷς τὸν εὐτράπεζον ὡς ἡδὺς βίος, das Leben an guter Tafel, bei Ath. XIV, 641 c; von Menschen, die einen guten Tisch führen, nach B. A. 39 μεγαλοπρεπὴς ἐν ἑστιάσει, wie die Thessaler, Ath. IV, 137 d; διὰ φιλοξενίαν εὐτρ. Plut. C. Gracch. 19. – Gut für die Tafel, Xenocr.; ἡ ϑάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον Plut. Symp. 4, 4, 1.
-
5 δυς-τράπεζος
δυς-τράπεζος, scheußliche Speisen genießend, Eur. Herc. Fur. 384.
-
6 μικρο-τράπεζος
μικρο-τράπεζος, einen geringen, schlechten Tisch führend, Ἕλληνες, Antiphan. bei Ath. IV, 130 e.
-
7 μονο-τράπεζος
μονο-τράπεζος, allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.
-
8 ἀ-τράπεζος
ἀ-τράπεζος ( τράπεζα), ohne Tisch, Maneth. 4, 564.
-
9 ὁμο-τράπεζος
ὁμο-τράπεζος, an demselben Tische, Tischgenosse, τινί, Her. 3, 132. 9, 16; καὶ συνέστιος, Plat. Euthyphr. 4 b; Din. 1, 24; Xen. An. 3, 2, 4; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden, οἱ ὁμ. καλούμενοι, 1, 8, 25 Cyr. 7, 1, 30, weil sie gew. mit dem Könige aßen.
-
10 ἐπι-τράπεζος
ἐπι-τράπεζος, dass., Theophr.
-
11 ἐκ-τράπεζος
ἐκ-τράπεζος, vom Tisch ausgeschlossen, was nicht auf den Tisch kommen darf, wie die Bohnen bei den Pythagoräern, Luc. Gall. 4.
-
12 ἰσο-τράπεζος
ἰσο-τράπεζος, dem Tische gleich an Größe; κάραβος Antiphan. bei Ath. IV, 169 e; Philox. ib. 147 b.
-
13 δυστραπεζος
-
14 εκτραπεζος
-
15 ευτραπεζος
-
16 μονοτραπεζος
2ξένια μονοτράπεζά τινι παρέχειν Eur. — сажать какого-л. гостя за отдельный стол
-
17 ομοτραπεζος
(ᾰ) ὅ участник трапезы, сотрапезник ὁ. καὴ συνέστιος Plat. -
18 συντραπεζος
-
19 αὐτοτράπεζος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοτράπεζος
-
20 δυστράπεζος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυστράπεζος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
θεοτράπεζος — θεοτράπεζος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στο τραπέζι τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι τράπεζος, ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
ισοτράπεζος — ἰσοτράπεζος, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος ίσο με το μέγεθος τραπεζιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι τράπεζος, φιλο τράπεζος] … Dictionary of Greek
κοσσοτράπεζος — κοσσοτράπεζος, ὁ (Α) κωμική ονομασία ανθρώπου που ζούσε ως παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσσος + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος, υπνο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μικροτράπεζος — μικροτράπεζος, ον (Α) αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μονοτράπεζος — μονοτράπεζος, ον (Α) αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζι («ξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
ομοτράπεζος — η, ο (ΑΜ ὁμοτράπεζος, ον) αυτός που κάθεται στο ίδιο τραπέζι με άλλον ή με άλλους, συνδαιτυμόνας συνέστιος («ὁμοτράπεζός τέ μοι καὶ ὁμόσπονδος ἐγένεο», Ηρόδ.) αρχ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ ὁμοτράπεζοι τιμητικός τίτλος ορισμένων μεγιστάνων οι… … Dictionary of Greek
συκοτράπεζος — ον, Α αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek
υπνοτράπεζος — ὁ, Α κωμ. ονομασία για κάποιο παράσιτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. φιλο τράπεζος] … Dictionary of Greek
φιλοτράπεζος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα γεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ὁμο τράπεζος] … Dictionary of Greek