-
1 ὁμο-τράπεζος
ὁμο-τράπεζος, an demselben Tische, Tischgenosse, τινί, Her. 3, 132. 9, 16; καὶ συνέστιος, Plat. Euthyphr. 4 b; Din. 1, 24; Xen. An. 3, 2, 4; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden, οἱ ὁμ. καλούμενοι, 1, 8, 25 Cyr. 7, 1, 30, weil sie gew. mit dem Könige aßen.
-
2 ὁμοτράπεζος
A eating at the same table with (cf. ὁμόσπονδος), Hdt.9.16 ;συνέστιος καὶ ὁ. Pl.Euthphr.4c
; οἱ ὁ, messmates, Persian name for certain of the chief courtiers, X.Cyr.7.1.30 ; cf. ὁμότιμος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁμοτράπεζος
-
3 ὁμοτράπεζος
ὁμο-τράπεζος, an demselben Tische, Tischgenosse; bei den Persern die Angesehenen, welche das Gefolge des Königs bilden; οἱ ὁμ. καλούμενοι, weil sie gew. mit dem Könige aßen -
4 ομοτραπεζος
(ᾰ) ὅ участник трапезы, сотрапезник ὁ. καὴ συνέστιος Plat.
См. также в других словарях:
ευτράπεζος — εὐτράπεζος, ον (ΑΜ) αυτός που έχει καλό τραπέζι, που κάνει μεγαλοπρεπείς εστιάσεις, ο φιλόξενος αρχ. 1. αβροδίαιτος, μαλθακός 2. αυτός που συντελεί στην προμήθεια πολυτελών, ακριβών εδεσμάτων («ἡ θάλαττα παρέχει τὴν ἀγορὰν εὐτράπεζον», Πλούτ.).… … Dictionary of Greek
θεοτράπεζος — θεοτράπεζος, ον (Μ) αυτός που ανήκει στο τραπέζι τού θεού. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + τραπεζος (< τράπεζα), πρβλ. καλλι τράπεζος, ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
κοσσοτράπεζος — κοσσοτράπεζος, ὁ (Α) κωμική ονομασία ανθρώπου που ζούσε ως παράσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόσσος + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος, υπνο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μικροτράπεζος — μικροτράπεζος, ον (Α) αυτός που παραθέτει λιτή, ευτελή τράπεζα, που τρώει λιτά, φτωχικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
μονοτράπεζος — μονοτράπεζος, ον (Α) αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζι («ξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
συκοτράπεζος — ον, Α αυτός που τρέφεται αποκλειστικά με σύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦκον + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο τράπεζος] … Dictionary of Greek
φιλοτράπεζος — ον, Α αυτός που τού αρέσουν τα γεύματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ὁμο τράπεζος] … Dictionary of Greek