-
1 πρεπόντως
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεπόντως
-
2 πρεπτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεπτός
-
3 πρέπω
1 on the eye, to be clearly seen, to be conspicuous among a number,ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων Il.12.104
;μετὰ δὲ π. ἀγρομένοισιν Od.8.172
, Hes.Th.92; to be distinguished in or by a thing,φάρεσιν μελαγχίμοις A.Ch.12
, cf. Th. 124 (lyr.), E.Alc. 512, 1050;π. παρηῒς φοινίοις ἀμυγμοῖς A.Ch.24
(lyr.); shine forth, show itself,πειρῶντι χρυσὸς ἐν βασάνῳ π. Pi.P.10.67
;πανσέληνος ἐν σάκει π. A.Th. 390
, cf. Pers. 239 (troch.), Ag. 389 (lyr.); πρέπουσά θ' ὡς ἐν γραφαῖς ib. 242 (lyr.);ἐπί τοι πρέπει ὄμμασιν αἰδώς h.Cer. 214
;Ζεὺς πρέπων δι' αἰθέρος E.Hel. 216
(lyr.): sts. c. part., to be clearly seen as doing or being,ὁ φρυκτὸς ἀγγέλλων πρέπει A.Ag.30
; σπλάγχνα.. πρέπουσ' ἔχοντες ib. 1222, cf. Eu. 995 (anap.).3 on the smell, to be strong or rank, ὅμοιος ἀτμὸς ὥσπερ ἐκ τάφου π. ib. 1311.II to be conspicuously like, resemble, π. τινὶ εἶδος to be like one in form, Pi.P.2.38;πρέποντα.. ταύρῳ δέμας A.Supp. 301
; ;πρέπεις.. θυγατέρων μορφὴν μιᾷ Id.Ba. 917
: c. inf., τοῦδε γὰρ δράμημα φωτὸς Περσικὸν πρέπει μαθεῖν his running is like Persian to behold, A.Pers. 247, cf. Supp. 719; more freq. with ὡς orὥστε, πρέπει ὡς τύραννος εἰσορᾶν S. El. 664
;ὡς πένθιμος πρέπεις ὁρᾶν E.Supp. 1056
; (lyr.).III to be conspicuously fitting, beseem, c. dat. pers.,θνατὰ θνατοῖσι πρέπει Pi.I.5(4).16
; , cf. Pl.Chrm. 158c, etc.; with Preps.,ποῦ τάδ' ἐν χρηστοῖς πρέπει; E.Heracl. 510
;οἷα δὴ εἰς πλῆθος πρέπει X.Cyr.2.1.24
: c. part.,ὅ τι γιγνόμενον ἂν πρέποι Pl.Epin. 976c
, cf. Plt. 269c, 288c; πρέποι γὰρ ἂν (sc. λεχθεῖσα) Id.Sph. 219c.2 freq. in part.,ὕμνοι πρέποντες γάμοις Id.R. 460a
, etc.; esp. in part. neut.,πρέπον τε εἶναι καὶ ἁρμόττειν Id.Grg. 503e
;ἤν τι ἄλλο π. δοκῇ εἶναι Th.6.25
;τὸ π. τῇ γραφῇ Plb.2.40.3
: rarely c. gen.,π. ἦν δαίμονος τοὐμοῦ τόδε S.Aj. 534
, cf. Plu.Caes.14, Thom.Mag.p.306R.; τὸ π. that which is seemly, propriety, Pl.Hp.Ma. 294a;πρὸς τὸ μέτριον καὶ τὸ π. Id.Plt. 284e
, etc.: pl.,πρέποντα πάσχειν Antipho 3.3.9
;πρέποντα τῇ συγγενείᾳ ποιοῦντες Isoc.10.23
.3 rarely with personal subject, πρέπων ἔφυς πρὸ τῶνδε φωνεῖν art the fit person to.., S.OT9; Πομπήϊος.. πάνυ τοῖς ἔπεσι πρέπων suiting them, Plu.Pomp.72, cf. Publ. 17.4 mostly impers., πρέπει it is fitting, both of outward circumstances and moral fitness, c. dat. pers. et inf., Hdt.9.79, etc.;οὐ πρέπει νῷν.. δάσασθαι Pi.P.4.147
;πρέπει ἐσλοῖσιν ὑμνεῖσθαι Id.Fr. 121
, cf. A.Ag. 483 (lyr.), E.Hipp. 115, etc.: with inf. unexpressed, πρέπει γοῦν σοι [ἀποκρίνεσθαι] X.HG4.1.37.b c. acc. pers. et inf.,πρέπει τὸν Αἰνησιδάμου ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν Pi.O.2.46
, cf. A.Supp. 203, S.Tr. 728, Th.1.86, etc.c c. inf. only,πρέπει γαρυέμεν Pi.N.7.82
, cf. P.5.43, A.Th. 656, Ag. 636, etc.d with inf. understood, an acc. may be subject,ἀπήλλαξαν οὕτω ὡς κείνους ἔπρεπε Hdt.8.68
.α', cf. A.Supp. 195, Pl.Prt. 312b; or object,τείσασθαι οὕτως, ὡς κείνους [τείσασθαι] πρέπει Hdt.4.139
; so with dat. of indirect object, Id.8.114. -
4 πρεπώδης
πρεπ-ώδης, ες,A fit, proper, Ar.Pl. 793: c. dat., ib. 797: [comp] Comp.,τὸ κάλλιον -δέστερον Pl.Alc.1.135b
, cf. Phld.Mus.p.82 K.: esp. in [comp] Sup.,- δέστατα γυναικί X.Mem.2.7.10
, cf. Isoc.15.277, D.H. Pomp.4, Luc.Hipp.5, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρεπώδης
-
5 πρέπω
Grammatical information: v.Meaning: `to draw attention, to distinguish oneself, to excel', also, mostly impers., πρέπει, `it is fitting, appropriate' (Il.).Derivatives: πρεπ-ώδης (Att.), - όντως (Pi., Att.) `fitting, appropriate', - τός ( εὔ- πρέπω) `drawing attention' (A. a.o.); often from the prefixcompp., e.g. μετα-, δια-, ἐκ-πρεπ-ής, also εὑ-, ἀρι-πρεπ-ής `striking, excelling, fitting etc..' (Il.) with εὑπρέπ-εια (Att.), - έω, - ίζω (Aq.) a.o. Here also πρέπων, - οντος m. n. of a fish (Opp., Ael.) prop. "which is fitting (for eating)"? (Strömberg Fischn. 33). -- On θεοπρόπος s. v.Etymology: Identical with Arm. erewim `become visible, appear', interpreted as * prep-. An old independent formation is Arm. eres, usu. pl. eres-k ` gen. -ac `face, appearance': IE * prep-s-ā. Celtic too seems to have maintained a derivation from this verb in OIr. richt `form, shape', Welsh rhith `species': IE *kʷr̥p-tu-. Quite uncertain is the connection of OHG furben `purify, clean'. -- The further analysis in * pr-ep- connecting IE * per- in πείρω `pierce' (as Fr. percer; Pott, Buttmann Lexil. 1, 20) or even IE per- in Lith. periù `beat' (as Fr. frapper, frappant; Grošelj Živa Ant. 6, 237 f. including πρέμνον) remains uncertain (cf. δρέπω: δέρω?); see now below. To be rejected Specht KZ 68, 124: πρέ-πω prop. *`I am the first' to πρό-μος with interchange π πρέπω μ. The comparisom with Lat. crepundia prop. *'fitting ornament' ? (Leumann Gnomon 9, 242 as uncertain supposition) cannot be combined with Arm. erewim. -- It has been argued that the root was * kʷrep- (Schindler BSL 67(1972)67; thus Clackson 1994, 165f);Page in Frisk: 2,591-592Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πρέπω
См. также в других словарях:
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek
εχούμενος — η, ο αυτός που έχει πολλά αγαθά, ο πλούσιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχω + κατάλ. ουμενος* (πρβλ. βρισκ ούμενος, πρεπ ούμενος)] … Dictionary of Greek
κορασιδάτα — κορασιδάτα, τὰ (Μ) 1. παρθενικός υμένας, παρθενιά 2. σημάδια, ενδείξεις παρθενίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + κατάλ. ατα (πρβλ. μαντ άτα, πρεπ άτα)] … Dictionary of Greek
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek
υποτυπώδης — ες, Ν 1. αυτός που έχει ατελή ανάπτυξη, διάπλαση ή εξέλιξη (α. «υποτυπώδης εργασία» β. «υποτυπώδες σχέδιο») 2. φρ. «υποτυπώδη [ή ατελειωματικά] όργανα» βιολ. εκφυλισμένα ή ατελώς ανεπτυγμένα όργανα ή, γενικότερα, σωματικές δομές ενός ζώου ή φυτού … Dictionary of Greek
ντορβάς — ντορβάς, ο και τορβάς, ο (λ. τουρκ.), μικρός σάκος συνήθ. τρίχινος, σακίδιο, αλλ. ταγάρι, οδοιπορικό σακί: Σένα σου πρέπ αφέντη μου ντορβάς και δεκανίκι (δημ. τραγ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)