Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐκ-ποδών

  • 1 Ποδών

    Ποδῆς
    masc gen pl (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > Ποδών

  • 2 Ποδῶν

    Ποδῆς
    masc gen pl (attic epic doric)

    Morphologia Graeca > Ποδῶν

  • 3 ποδών

    ποδόω
    tighten: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ποδόω
    tighten: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ποδόω
    tighten: pres part act masc nom sg
    ποδόω
    tighten: pres inf act (doric)
    πούς
    foot: masc gen pl

    Morphologia Graeca > ποδών

  • 4 ποδῶν

    ποδόω
    tighten: pres part act masc voc sg (doric aeolic)
    ποδόω
    tighten: pres part act neut nom /voc /acc sg (doric aeolic)
    ποδόω
    tighten: pres part act masc nom sg
    ποδόω
    tighten: pres inf act (doric)
    πούς
    foot: masc gen pl

    Morphologia Graeca > ποδῶν

  • 5 πόδων

    ποδόω
    tighten: imperf ind act 3rd pl (doric aeolic)
    ποδόω
    tighten: imperf ind act 1st sg (doric aeolic)

    Morphologia Graeca > πόδων

  • 6 ποδῶν

    ног
    ногами [с] ног ноги

    Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ποδῶν

  • 7 προ-ποδών

    προ-ποδών, adv., statt πρὸ ποδῶν, vor den Füßen, zunächst vorliegend, dah. von der Zeit = gegenwärtig, Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > προ-ποδών

  • 8 ἁβρο-πόδων

    ἁβρο-πόδων βήμαϑ' ἑλισσόμεναι, Ep. ad. 521 (XI, 183), ist jetzt richtig in ἁβρὰ ποδῶν geändert.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἁβρο-πόδων

  • 9 ἐκ-ποδών

    ἐκ-ποδών ( ἐκ ποδῶν), vor den Füßen weg, aus dem Wege, fort, fern; ἐκποδὼν σταϑῶμεν Aesch. Ch. 20; ἡσύχαζε σαυτὸν ἐκποδὼν ἔχων, dich fern haltend, Prom. 344; εἶναι Soph. Ai. 979, fern sein (vgl. Her. 6, 35 u. Xen. Cyr. 5, 4, 34, τινός, wie Eur. Phoen. 978); ἄγειν τινά, fortführen, Ant. 1306, wie ἄπαγε σεαυτὸν ἐκπ., pack dich fort, Ar. Ran. 853, vgl. Th. 36 Pax 1264; ἐκπ. χωρήσομαι Ἑκάβῃ, aus dem Wege gehen, Eur. Hec. 52; Or. 548; τῇ ξυμφορᾷ, der Gefahr aus dem Wege gehen, Bacch. 1148; ἐκπ. ἀπαλλάττεσϑαι, fortgehen, Her. 8, 75; τὸ δὲ κακὸν ἐκπ. ἀπέλϑοι Plat. Lys. 220 c; ἐκπ. στῆναι ἀμφοτέροις, von beiden Parteien sich fern halten, Thuc. 1, 40; ἐκπ. ποιεῖσϑαι, aus dem Wege räumen, ἐπιβουλάς Isocr. 4, 173; τὰ ὄντα Xen. Cyr. 3, 1, 3; τὴν πλεονεξίαν Plut. Num. 3; auch ποιεῖν, oft Pol.; geradezu für tödten, Xen. An. 1, 6, 9 u. öfter; φροντίδ' ἐκποδὼν λέγω, durch Reden beseitigen, Aesch. Eum. 431; οὐκ εἰς κόρακας τὼ χεῖρ' ἀποίσεις ἐκποδὼν ἀπό τινος Nicopho bei Schol. Ar. Av. 1283. Vgl. den Ggstz ἐμποδών.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐκ-ποδών

  • 10 παρ-εμ-ποδών

    παρ-εμ-ποδών, wie ἐμποδών, im Wege, hinderlich, nur Sp.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > παρ-εμ-ποδών

  • 11 ἐμ-ποδών

    ἐμ-ποδών (ἐν ποσὶ ὤν), vor den Füßen; – 1) im Wege, hinderlich, hemmend; εἰ μὴ ϑεῶν τις ἐμπ. ἔστη δορὶ τῷ τοῠδε Aesch. Spt. 1007; vgl. Thuc. 1, 53; τῷ ποιεῖν Xen. Hell. 2, 3, 23; οὔτε ϑεοὺς οὔϑ' ὁσίαν ἐποιήσατ' ἐμπ. τοιούτῳ λόγῳ, er ließ sich nicht durch Rücksicht auf die Götter von solcher Rede abhalten, Dem. 21, 104; vgl. Xen. Cyr. 4, 2, 46; κακὸν δὲ ποῖον ἐμπ. εἶργε τοῠτ' ἐξειδέναι, was hinderte es zu erfahren, Soph. O. R. 128; Eur. oft, σὺ δ' ἡμῖν μηδὲν ἐμπ. γένῃ λέγουσα μηδὲ δρῶσα, werde nicht durch Wort oder That uns hinderlich, Hec. 372; μὴ ἐμπ. ἡμῖν γένηται τὴν ϑεὸν μὴ 'ξελκύσαι Ar. Paz 515, hindern, herauszuziehen; so mit μή u. int., Thuc. 6, 28; ὅ τι ἂν ἐμποδὼν ᾖ τοῠ ἰέναι καὶ πορεύεσϑαι Plat. Crat. 415 c; τί ἐμποδὼν μὴ οὐχὶ ἀποϑανεῖν Xen. An. 3, 1, 13; τὸ μὴ εἶναι 4, 8, 14; τοῠ μὴ ὁρᾶν, am Sehen, Cyr. 2, 4, 23; auch sonst mit dem gen., ὅτι πολλῶν καὶ ἀγαϑῶν ἐμπ. ἀλλήλοις ἔσεσϑε 8, 5, 24; τοῖς Ἕλλησι τῆς διώξεως Plut. Them. 4; τὸ ἐμποδών, das Hinderniß, Ar. Th. 847 Lys. 1161; ὥς σφι τὸ ἐμπ. ἐγεγόνεε καϑαρόν, da das Hinderniß beseitigt war, Her. 7, 183. – 2) der Einem in den Wurf kommt, begegnet, Her. 2, 102. 3, 147 u. A. – 3) was vorliegt, gegenwärtig ist; ἃ δ' ἐμποδὼν μάλιστα, ταῠϑ' ἥκω φράσων Eur. Phoen. 706; οἱ ἐμπ. ἆϑλοι Plut. Thes. 7; daher = bekannt, Andoc. 4, 10; διὰ τὸ πολλοῖς ἐμπ. εἶναι καὶ γνωρίζεσϑαι Pol. 2, 17, 1; a. Sp. Auch von der Zeit, sofort, Polemo bei Macrob. Sat. 5, 19.

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > ἐμ-ποδών

  • 12 πούς

    πούς, , ποδός, ποδί, πόδα (not ποῦν, Thom.Mag.p.257 R.): dat.pl. ποσί, [dialect] Ep.and Lyr. ποσσί (also Cratin.100(lyr.)), πόδεσσι, once
    A

    πόδεσι S.Fr. 240

    (lyr.): gen.and dat. dual ποδοῖν, [dialect] Ep.

    ποδοῖιν Il.18.537

    :—[dialect] Dor. nom. [full] πός (cf. ἀρτίπος, πούλυπος, etc.) Lyr.Adesp.72, but [full] πούς Tab.Heracl.2.34 (perh. Hellenistic); [full] πῶς· πός, ὑπὸ Δωριέων, Hsch. (fort. [full] πός· πούς, ὑ.Δ.); [dialect] Lacon. [full] πόρ, Id. (on the accent v. Hdn.Gr.2.921, A.D. Adv.134.24):—foot, both of men and beasts, Il.7.212, 8.339 (both pl.), etc.; in pl., also, a bird's talons, Od.15.526; arms or feelers of a polypus, Hes.Op. 524: properly the foot from the ankle down wards, Il.17.386;

    ταρσὸς ποδός 11.377

    , 388; ξύλινος π., of an artificial foot, Hdt.9.37: but also of the leg with the foot, as χείρ for the arm and hand, Il.23.772, Od.4.149, Luc.Alex.59.
    2 foot as that with which one runs,

    πόδας ὠκὺς Ἀχιλλεύς Il.1.215

    , al.; or walks,

    τῷ δ' ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος 8.443

    ; freq. with reference to swiftness,

    περιγιγνόμεθ' ἄλλων πύξ τε.. ἠδὲ πόδεσσιν Od.8.103

    ; ποσὶν ἐρίζειν to race on foot, Il.13.325, cf. 23.792;

    πόδεσσι πάντας ἐνίκα 20.410

    , cf. Od.13.261;

    ἀέθλια ποσσὶν ἄροντο Il.9.124

    , etc.; ποδῶν τιμά, αἴγλα, ἀρετά, ὁρμά, Pi.O.12.15, 13.36, P.10.23, B.9.20;

    ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν E.IA 213

    (lyr.): the dat. ποσί ([etym.] ποσσί, πόδεσσι) is added to many Verbs denoting motion, π. βήσετο, παρέδραμον, Il.8.389, 23.636; π. θέειν, πηδᾶν, σκαίρειν, πλίσσεσθαι, ib. 622,21.269, 18.572, Od.6.318;

    ὀρχεῖσθαι Hes.Th.3

    ;

    ἔρχεσθαι Od.6.39

    ;

    πάρος ποσὶν οὖδας ἱκέσθαι 8.376

    ;

    νέρθε δὲ ποσσὶν ἤϊε μακρὰ βιβάς Il.7.212

    ; also emphatically with Verbs denoting to trample or tread upon,

    πόσσι καταστείβοισι Sapph.94

    ;

    ἐπεμβῆναι ποδί S.El. 456

    ; πόδα βαίνειν, v. βαίνω A.11.4; πόδα τιθέναι to journey, Ar.Th. 1100: metaph., νόστιμον ναῦς ἐκίνησεν πόδα started on its homeward way, E.Hec. 940 (lyr.); νεῶν λῦσαι ποθοῦσιν οἴκαδ'.. πόδα ib. 1020; χειρῶν ἔκβαλλον ὀρείους πόδας ναός, i. e. oars, Tim.Pers. 102; φωνὴ τῶν π. τοῦ ὑετοῦ sound of the pattering of rain, LXX 3 Ki. 18.41.
    3 as a point of measurement, ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς from head to foot, Il.18.353;

    ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους 16.640

    ; and reversely,

    ἐκ ποδῶν δ' ἄνω.. εἰς ἄκρον κάρα A.Fr. 169

    ;

    ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν σοι Ar.Pl. 650

    ; also

    ἐκ τριχὸς ἄχρι ποδῶν AP5.193

    (Posidipp. or Asclep.); ἐς κορυφὰν ἐκ ποδός ib.7.388 ([place name] Bianor).
    4 πρόσθε ποδός or ποδῶν, προπάροιθε ποδῶν, just before one, Il.23.877,21.601, 13.205;

    τὸ πρὸ ποδὸς.. χρῆμα Pi.I.8(7).13

    ;

    αὐτὰ τὰ πρὸ τῶν ποδῶν ὁρᾶν X.Lac.3.4

    , cf.An.4.6.12, Pl.R. 432d.
    b παρά or πὰρ ποδός off-hand, at once,

    ἀνελέσθαι πὰρ ποδός Thgn.282

    ;

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός Pi.P.3.60

    , cf.10.62;

    πὰρ ποδί

    close at hand,

    Id.O.1.74

    ; but παραὶ ποσὶ κάππεσε θυμός sank to their feet, Il.15.280;

    παρὰ πόδα

    in a moment,

    S.Ph. 838

    (lyr.), Pl.Sph. 242a; close behind, Νέμεσις δέ γε πὰρ πόδας (leg. πόδα) βαίνει Prov. ap. Suid.; also

    παρὰ πόδας

    immediately afterwards

    Plb.1.35.3

    ,5.26.13, Gal.5.272;

    παρὰ π. οἱ ἔλεγχοι Luc.Hist. Conscr.13

    , cf. Aristid.2.115 J.;

    τὰ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ παρὰ πόδας

    at his very feet,

    Pl.Tht. 174a

    ; περὶ τῶν παρὰ πόδας καὶ τῶν ἐν ὀφθαλμοῖς ib.c;

    τὸ πλησίον καὶ παρὰ π. Luc.Cal.1

    .
    c ἐν ποσί in one's way, close at hand,

    τὸν ἐν π. γινόμενον Hdt.3.79

    , cf. Pi.P.8.32;

    τἀν ποσὶν κακά S.Ant. 1327

    , cf. E.Andr. 397;

    τοὐν ποσὶν κακόν Id.Alc. 739

    ;

    τὴν ἐν ποσὶ [κώμην] αἱρεῖν Th.3.97

    ;

    τὰ ἐν ποσὶν ἀγνοεῖν

    everyday matters,

    Pl.Tht. 175b

    , cf.Arist.Pol. 1263a18, etc.
    d τὸ πρὸς ποσί, = τὸ ἐν ποσί, S.OT 130.
    e all these phrases are opp. ἐκ ποδῶν out of the way, far off, written

    ἐκποδών Hdt.6.35

    , etc.; also,

    βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις Pi.N.7.67

    .
    5 to denote close pursuit, ἐκ ποδὸς ἕπεσθαι follow in the track, i.e. close behind, Plb.3.68.1, cf. D.S.20.57, D.H.2.33, etc.;

    ἐκ ποδῶν διώξαντες Plu.Pel.11

    .
    b in earlier writers κατὰ πόδας on the heels of a person, Hdt.5.98, Th.3.98, 8.17, X.HG2.1.20, LXXGe.49.19 (also

    κατὰ πόδα ὑπολαβεῖν

    on the moment,

    Pl.Sph. 243d

    ); ἡ κατὰ πόδας ἡμέρα the very next day, Plb.1.12.1 (but κατὰ πόδας αἱρεῖν catch it running, X.Cyr.1.6.40, cf. Mem.2.6.9): c. gen. pers., κατὰ πόδας τινὸς ἐλαύνειν, ἰέναι, march, come close at his heels, on his track, Hdt.9.89, Th.5.64; τῇ κατὰ π. ἡμέρᾳ τῆς ἐκκλησίας on the day immediately after it, Plb.3.45.5;

    κατὰ π. τῆς μάχης Aristid. 1.157J.

    , etc.
    6 various phrases:
    a

    ἀνὰ πόδα

    backwards,

    Hsch.

    b ἐπὶ πόδα backwards facing the enemy, ἐπὶ π. ἀναχωρεῖν, ἀνάγειν, ἀναχάζεσθαι, to retire without turning to fly, leisurely, X.An. 5.2.32, Cyr.3.3.69, 7.1.34, etc.; also

    ἐπὶ πόδας Luc.Pisc.12

    ; but γίνεται ἡ ἔξοδος οἷον ἐπὶ πόδας the offspring is as it were born feetforemost, Arist.GA 752b14.
    c περὶ πόδα, properly of a shoe, round the foot, i.e. fitting exactly,

    ὡς ἔστι μοι τὸ χρῆμα τοῦτο περὶ πόδα Pl.Com.197

    , cf. 129: c. dat.,

    ὁρᾷς ὡς ἐμμελὴς ἡ ἀρχὴ καὶ περὶ πόδα τῇ ἱστορίᾳ Luc.Hist.Conscr.14

    , cf. Ind.10, Pseudol.23.
    d ὡς ποδῶνἔχει as he is off for feet, i. e. as quick as he can,

    ὡς ποδῶν εἶχον [τάχιστα] ἐβοήθεον Hdt.6.116

    ;

    ἐδίωκον ὡς ποδῶν ἕκαστος εἶχον Id.9.59

    ;

    φευκτέον ὡς ἔχει ποδῶν ἕκαστος Pl.Grg. 507d

    ; so,

    σοῦσθε.. ὅπως ποδῶν < ἔχετε> A.Supp. 837

    (lyr.).
    e ἔξω τινὸς πόδα ἔχειν keep one's foot out of a thing, i. e. be clear of it,

    ἔξω κομίζων πηλοῦ πόδα Id.Ch. 697

    ;

    πημάτων ἔξω πόδα ἔχει Id.Pr. 265

    ;

    ἐκτὸς κλαυμάτων S.Ph. 1260

    ;

    ἔξω πραγμάτων E.Heracl. 109

    : without a gen., ἐκτὸς ἔχειν πόδα Pi.P.4.289: opp.

    εἰς ἄντλον ἐμβήσῃ πόδα E.Heracl. 168

    ;

    ἐν τούτῳ πεδίλῳ.. πόδ' ἔχων Pi.O.6.8

    .
    g τὴν ὑπὸ πόδα [κατάστασιν] just below them, Plb.2.68.9; ὑπὸ πόδας τίθεσθαι trample under foot, scorn, Plu.2.1097c; οἱ ὑπὸ πόδα those next below them (in rank), Onos.25.2; ὑπὸ πόδα χωρεῖν recede, decline, of strength, Ath. [voice] Med. ap.Orib. inc.21.16.
    h for ὀρθῷ ποδί, v. ὀρθός 11.1.
    k ἁλιεῖς ἀπὸ ποδός prob. fishermen who fish from the land, not from boats, BGU221.5 (i1/iii A. D.); ποτίσαι ἀπὸ ποδός perh. irrigate by the feet (of oxen turning the irrigation-wheel), PRyl.157.21 (ii A. D.); τόπον.. ἀπὸ ποδὸς ἐξηρτισμένον dub. sens. in POsl.55.11 (ii/iii A. D.).
    1

    ἀγγεῖον.. τρήματα ἐκ τῶν ὑπὸ ποδὸς ἔχον

    round the bottom,

    Dsc.2.72

    .
    7 πούς τινος, as periphr. for a person as coming, etc., σὺν πατρὸς μολὼν ποδί, i.e. σὺν πατρί, E.Hipp. 661;

    παρθένου δέχου πόδα Id.Or. 1217

    , cf. Hec. 977, HF 336;

    χρόνου πόδα Id.Ba. 889

    (lyr.), Ar.Ra. 100; also ἐξ ἑνὸς ποδός, i.e. μόνος ὤν, S.Ph.91; οἱ δ' ἀφ' ἡσύχου π., i.e. οἱ ἡσύχως ζῶντες, E.Med. 217.
    II metaph., of things, foot, lowest part, esp. foot of a hill, Il.2.824, 20.59 (pl.), Pi.P.11.36, etc.; of a table, couch, etc., Ar.Fr. 530, X.Cyr.8.8.16, etc.; cf. πέζα; of the side strokes at the foot of the letter Ω, Callias ap.Ath.10.454a; = ποδεών 11.1,

    ἀσκοῦ.. λῦσαι π. E.Med. 679

    .
    2 in a ship, πόδες are the two lower corners of the sail, or the ropes fastened therelo, by which the sails are tightened or slackened, sheets (cf.

    ποδεών 11.4

    ), Od.5.260; χαλᾶν πόδα ease off the sheet, as is done when a squall is coming, E.Or. 707; τοῦ ποδὸς παρίει let go hold of it, Ar.Eq. 436;

    ἐκδοῦναι ὀλίγον τοῦ ποδός Luc.Cont.3

    ; ἐκπετάσουσι πόδα ναός (with reference to the sail), E.IT 1135 (lyr.): opp. τεῖναι πόδα haul it tight, S.Ant. 715; ναῦς ἐνταθεῖσα ποδί a ship with her sheet close hauled, E.Or. 706;

    κὰδ' δ'.. λαῖφος ἐρυσσάμενοι τανύοντο ἐς πόδας ἀμφοτέρους A.R.2.932

    ;

    ἱστία.. ἐτάνυσσαν ὑπ' ἀμφοτέροισι πόδεσσι Q.S.9.438

    .
    b perh. of the rudder or steering-paddle,

    αἰεὶ γὰρ πόδα νηὸς ἐνώμων Od.10.32

    (cf. Sch.ad loc.);

    πὰρ ποδὶ ναός Pi.N.6.55

    .
    III a foot, as a measure of length, = 4 palms ([etym.] παλασταί ) or 6 fingers, Hdt.2.149, Pl.Men. 82c, etc.
    IV foot in Prosody, Ar.Ra. 1323 (lyr.), Pl.R. 400a, Aristox. Harm.p.34 M., Heph.3.1, etc.; so of a metrical phrase or passage,

    ἔκμετρα καὶ ὑπὲρ τὸν π. Luc.Pr.Im.18

    ; of a long passage declaimed in one breath,

    κήρυκες ὅταν τὸν καλούμενον πόδα μέλλωσιν ἐρεῖν Gal.4.459

    , cf. Luc.Demon.65, Poll.4.91.
    V boundary stone, Is.Fr.27. (Cf. Lat. pes, Goth. fotus, etc. 'foot'; related to πέδον as noted by Arist. IA 706a33.)

    Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πούς

  • 13 πούς

    πούς (πόδα, -ός, -ί; -ῶν, -εσσιν, -ας: ποσίν), ποσσίν).)
    1 foot
    a

    ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.74

    ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται O. 1.95

    εὐθὺν τόνον ποσσὶ τρέχων O. 10.65

    ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν O. 12.15

    πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται O. 13.36

    ἀνὰ δ' ἔπαλτ ὀρθῷ ποδί O. 13.72

    κούφοισιν ἐκνεῦσαι ποσίν O. 13.114

    δεξιτερῷ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96

    σὺν δ' ἀέθλοις ἐκέλευσεν διακρῖναι ποδῶν P. 9.115

    χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις P. 10.23

    καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50

    οὔ ποτ' ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.42

    ποσσὶ γὰρ κράτεσκε i. e. in running N. 3.52 ( αἰετός) ὃς ἔλαβεν αἶψα τηλόθε μεταμαιόμενος δαφοινὸν ἄγραν ποσίν talons N. 3.81

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    σεῦ δὲ πάτρᾳ Χαριάδαις τ' ἐλαφρὸν ὑπερεῖσαι λίθον Μοισαῖον ἕκατι ποδῶν εὐωνύμων δὶς δὴ δυοῖν (sc. νικηφόρων) N. 8.47

    οὐκ ἔστι πρόσωθεν θνατὸν ἔτι σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν N. 9.47

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    λαιψηροῖς δὲ πόδεσσιν ἄφαρ ἐξικέσθαν N. 10.63

    στέφανοι χερσὶ νικάσαντ' ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.10

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶνI. 8.37 ποδὶ κροτέο[ντι (sc. γᾶν) Πα.. 1. Δαμαίνας πα[ῖ, ἐ]να[ισίμ]ῳ νῦν μοι ποδὶ στείχων ἁγέο Παρθ. 2.. κύνα Ἀμυκλάιαν ἀγωνίῳ ἐλελιζόμενος ποδὶ μιμέο *fr. 107a. 3.* ἐλαφρὸν ὄρχημ' οἶδα ποδῶν μειγνύμεν *fr. 107b. 1.* Καινεὺς σχίσαις ὀρθῷ ποδὶ γᾶν Θρ... σκολιαῖς γένυσσιν ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (of Scythians eating a horse) fr. 203. 3.
    b foot of a hill.

    Στροφίον Παρνασσοῦ πόδα ναίοντ P. 11.36

    Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ N. 4.54

    c met. ἴστω γὰρ ἐν τούτῳ πεδίλῳ δαιμόνιον πόδ' ἔχων Σωστράτου υἱός (ἵν' εἴπῃ ὅτι προσήρμοσται αὐτῷ τὰ προειρημένα δαιμονίως Σ.) O. 6.8

    ἴχνεσιν ἐν Πραξιδάμαντος ἑὸν πόδα νέμων N. 6.15

    esp., c. prep.,

    γνόντα τὸ πὰρ ποδός, οἵας εἶμεν αἴσας P. 3.60

    καλὰ γινώσκοντ' ἀνάγκᾳ ἐκτὸς ἔχειν πόδα P. 4.289

    τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος i. e. my immediate concern P. 8.32 τῶν δ' ἕκαστος ὀρούῃ, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός i. e. immediate P. 10.62 τὸ δὲ πὰρ ποδὶ ναὸς ἑλισσόμενον αἰεὶ κυμάτων λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν (τὸ πηδάλιον Σ.) N. 6.55 βίαια πάντ' ἐκ ποδὸς ἐρύσαις (ἐκποδὼν ἀφελκύσας Σ.) N. 7.67

    τὸ δὲ πρὸ ποδὸς ἄρειον ἀεὶ βλέπειν χρῆμα πάν I. 8.12

    Lexicon to Pindar > πούς

  • 14 πούς

    πούς, ὁ, ποδός, dat. plur. ποσί, ep. ποσσί u. πόδεσσι, der Fuß, sowohl von Menschen als von Thieren, Hom. u. Folgde; λαβὼν ποδός, ἕλκε ποδός, ἔχεν ποδός, am Fuß, Il. 10, 490. 11, 258. 16, 763; βάλεν ταρσὸν ποδός, 11, 377; λὰξ ποδί, öfter; ἐρίγδουποι πόδες ἵππων, 11, 152, u. sonst; bei Hom. u. Att. nicht selten ποδί, ποσὶ στῆναι, βῆναι, ἱκέσϑαι, ἐλϑεῖν, δραμεῖν, πηδᾷν u. dgl., wo es uns pleonastisch erscheint, aber sinnlich anschaulicher ist. – Auch die Krallen des Raubvogels, Od. 15, 526; die Arme oder Fänger des Polypen, Hes. O. 526. – Il. 17, 386 steht γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες ϑ' ὑπένερϑεν, also der untere Theil des Beines, vom Knöchel abwärts; aber auch überh. das ganze Bein; oft χεῖρες καὶ πόδες, πόδας καὶ χεῖρας ὕπερϑεν verbunden; auch der vom Leibe getrennte, abgehauene Fuß, Od. 20, 299. 22, 290; ξύλινος πούς, ein hölzerner, Stelzfuß, Her. 9, 37; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, vom Kopf bis zu den Füßen, Bezeichnung der ganzen Leibeslänge, Il. 18, 353. 23, 169; auch ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους, 16, 640; danach komisch τὰ πράγματα ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τὴν κεφαλήν σοι πάντ' ἐρῶ, Ar. Plut. 649. – Auch Fußtritt, Gang, τῷ δ' ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος, unter seinen Füßen, seinen Tritten, Il. 8, 443, vgl. 13, 19. 14, 285; bes. Lauf, Wettlauf, οἱ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο, sie erlangten Kampfpreise mit den Füßen, d. i. im Wettlauf, Il. 9, 124. 266. 22, 160 Od. 8, 103. 206. 353. Daher ποσὶν ἐρίζειν, mit den Füßen wetteifern, Wettlauf halten, Il. 13, 325. 23, 792, ποσὶ νικᾷν, mit den Füßen, im Wettlaufe siegen, 20, 410 Od. 13, 261; so τιμὰ ποδῶν Pind. Ol. 12, 15; αἴγλα ποδῶν, 13, 36; ἀρετά, P. 10, 23; ποσσὶ κράτεσκε, N. 3, 52; ἔλαβε ποσίν, holte ein, 3, 81, u. öfter; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσϑαι, heimlich entfliehen, Soph. Ai. 243; σύντεινε ποδὸς ὁρμάν, Eur. El. 112; ἅμιλλαν ἐπόνει ποδοῖν, I. A. 213; πόδα τιϑέναι, gehen, Ar. Th. 1100. – Das Zunächstvorliegende wird oft bezeichnet als πρόσϑεν ποδός oder ποδῶν, προπάροιϑε ποδῶν, was vor den Füßen ist; παρὰ ποδός, sogleich, Theogn. 282; πρὸ ποδός, das Gegenwärtige, dem Raum u. der Zeit nach, Pind. I. 7, 13; auch τὸ πὰρ ποδός, P. 3, 60; φροντίδα τὰν πὰρ ποδός, 10, 62; πὰρ ποδὶ σχεδόν, Ol. 1, 74. Anders ist παραὶ ποσὶν ἔκπεσε ϑυμός, vor die Füße entfiel ihnen der Muth, Il. 15, 280. – Πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, Aesch. Prom. 263, wie ἔξω κομίζων ὀλεϑρίου πηλοῦ πόδα, Ch. 686, vgl. Eur. Bacch. 110, d. i. entronnen sein, wie ἐκτὸς κλαυμάτων Soph. Phil. 1260; – βράχιστα γὰρ κράτιστα τἀν ποσὶν κακά, Ant. 1309, wie ἡ Σφὶγξ τὸ πρὸς ποσὶ σκοπεῖν μεϑέντας ἡμᾶς τἀφανῆ προςήγετο, O. R. 130; τοὐν ποσὶν οἰστέον κα-κόν, Eur. Alc. 742; τὰ ἐν ποσὶν ἀγνοῶν, Plat. Theaet. 175 b; Sp., wie Luc. Nigr. 7; – κατὰ πόδα, auf dem Fuße, so schnell die Füße können, auf dem Fuße folgend, Her. 9, 89; Thuc. 3, 98. 8, 17; κατὰ πόδας αὐτῶν ἰέναι, auf dem Fuße folgen, 5, 64; Xen. Mem. 2, 6, 9; ἕπεσϑαι, Plat. Legg. XI, 918 a; ὑπέλαβες, Soph. 243 e; Sp., wie Pol. 2, 49, 4; τῇ κατὰ πόδας ἡμέρᾳ, am folgenden Tage, 1, 12, 1; τῷ κατὰ πόδας ἐνιαυτῷ, 2, 20, 4, u. öfter; – so auch ἐκ ποδὸς ἕπεσϑαι, 3, 68, 2, vgl. 14, 8, 13; und so ὅσον ἐκ ποδός, = ὅσον ἤδη, 2, 68, 9; u. παρὰ πόδας, sogleich, in kurzem, 1, 7, 5 u. öfter; – aber ἐκ ποδῶν ist = fern, weit ab, Her. 6, 35, s. ἐκποδών; – ἐπὶ πόδα ἀνάγειν, Xen. Cyr. 3, 3, 69, wie ἐπὶ πόδα ἀναχωρεῖν, An. 5, 2, 32, werden durch B. A. 72, 31 χωρεῖν ἐπὶ σκέλος, τὸ ὀπίσω ἀναχωρεῖν μὴ δόντα τοῖς ὑπεναντίοις τὰ νῶτα erklärt, also sich so zurückziehen, daß man gegen die Feinde Front macht; vgl. bes. Xen. Cyr. 7, 5, 6, ἀπῄεσαν, ἕως μὲν ἐξικνεῖτο τὰ βέλη ἀπὸ τοῦ τείχους, ἐπὶ πόδα, um den Schild zum Decken gebrauchen zu können, ἐπεὶ δὲ ἔξω βελῶν ἐγένοντο, στραφέντες, und Arr. An. 5, 17, 12, wo es mit πρύμναν κρούεσϑαι zusammen steht; vgl. noch Pol. 2, 30, 4. 68, 4. 18, 8, 4; – περὶ πόδα, um den Fuß, passend, angemessen, ἔστι μοι τοῠτο περὶ πόδα, das ist mir sehr gelegen, eben recht, eigtl. ein Schuh, der genau um den Fuß anschließt, Hesych. u. Sp., wie Luc.; – ὡς ποδῶν ἔχει, wie er zu Fuß ist, so schnell er kann, Plat. Gorg. 507 d u. sonst, vollständiger ὡς ποδῶν εἶχον τάχιστα ἐβοήϑεον, Her. 6, 116, vgl. 9, 59; – φεύγειν ἀμφοῖν ποδοῖν, auch ἐκ δυοῖν ποδοῖν, mit beiden Füßen, aus allen Kräften fliehen; – βοηϑεῖν χειρὶ καὶ ποδί oder ὅλῳ ποδί, mit Hand und Fuß, mit aller Macht beistehen; so bei Aezeh. 3, 109 ὤμοσαν βοηϑήσειν τῷ ϑεῷ καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ καὶ πάσῃ δυνάμει; vgl. Suid.; übertr. sagt Ap. Rh. 4, 1165 οὔποτε φῦλ' ἀνϑρώπων τερπώλης ἐπέβησαν ὅλῳ ποδί, sie traten nicht mit ganzem Fuße auf, d. h. sie haben keine reine, ungemischte Freude. – Die Tragg. brauchen auch πούς τινος als Umschreibung einer Person, Herm. Soph. Ant. 43; Eur. Hipp. 661. – Uebertr. von leblosen Dingen, der Fuß, das untere Fußende, bes. der Fuß, der untere Theil eines Berges, Il. 2, 824. 20, 59, – Fuß eines Tisches, Bettes u. dal., Xen. Men. 2, 1, 30 u. Sp. – Bei Ath. X 454 a wird Ω beschrieben: πόδας ἔχων βρα χεῖς δύο. – Am Schiffe sind πόδες die beiden untern, Zipfel des Segels, auch die an ihnen befestigten Taue, mit denen das Segel gedreht und gespannt wird, Od. 5, 260. 10, 32, an welcher letzteren Stelle Einige den sing. vom Steuerruder verstanden haben. Allgemeiner ist Eur. Hec. 940 zu nehmen: ἐπεὶ νόστιμον ναῠς ἐκίνησε πόδα, während ἐκπετάσουσι πόδα ναός I. T. 1136 auf das Segel geht; τοῠ ποδὸς παριέναι, Ar. Equ. 434, wo der Schol. bemerkt, daß es ein vom Einziehen der Segel entlehnter Ausdruck sei, πόδας καλοῠσιν οἱ ναῠται τοὺς παρ' ἑκάτερα τὰ μέρη κάλως ἐκδεδεμένους τῆς ὀϑόνης. Vgl. noch Ap. Rh. 2, 931; Qu. Sm. 9, 438 u. Schol. Ap. Rh. 1, 567. – Fuß als Längenmaaß, 4 Palmen od. 16 Finger, 11 Zoll 87/10 Linien rheinländisch, Her. 2, 149 u. Folgde. Daher ὑπὲρ τὸν πόδα, über das Maaß. – In der Metrik ein Versfuß, Gramm., Scholl. – Von Flötenbläsern, Trompetern u. Ausrufern, ein lauter, mit vollem Ausathmen verbundener Ruf, Galen. – [Πούς ist die von den alten Gramm. allein anerkannte Accentuation, nicht ποῠς, E. Mp. 686, 16 Arcad. 126, 6 B. A. 554, 31. 1196; vgl. Lob. Phryn. 765.]

    Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πούς

  • 15 πους

         πούς
        ποδός ὅ (acc. у Aesop. ποῦν; gen. dual. ποδοῖν - эп. ποδοῖϊν; dat. pl. ποσί - эп. ποσσί и πόδεσσι)
        1) нога, тж. ступня
        

    πόδα τιθέναι Arph. — шагать, идти;

        ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, ἐκ κεφαλῆς ἐς πόδας ἄκρους Hom., ἀπὸ τᾶς κεφαλᾶς ποτὴ τὼ πόδε Theocr., ἐκ τῶν ποδῶν ἐς τέν κεφαλήν Arph. и ἐς κορυφέν ἐκ ποδός Anth. — с головы до ног, перен. с начала до конца;
        πόδεσσι νικᾶν Hom. и ποσσὴ, κρατεῖν Pind. — выйти победителем из состязания в беге;
        ὡς ποδῶν εἶχον τάχιστα Her., ὡς ἔχει ποδῶν Plat. и ὅπως ποδῶν Aesch., тж. ἀμφοῖν ποδοῖν Arph. — со всех ног, во всю прыть;
        μολὼν ποδί Eur. — прийдя;
        οἱ ἀφ΄ ἡσύχου ποδός Eur. — ведущие спокойную жизнь;
        τὰ πρὸ τῶν ποδῶν Xen., πρὸ ποδῶν Plat., τὰ πρὸς ποσίν Soph. и τὰ πρὸ τοῖν ποδοῖν Luc. — непосредственно данное;
        ὅ ἐν ποσί Her. — первый встречный;
        τὰ ἐν ποσί и τὰ παρὰ πόδα(ς) Soph., Plat., Luc.обыденные (вещи) или настоящее, непосредственно наличное;
        παρὰ πόδα Plat. — внезапно, сразу;
        παρὰ πόδας Polyb. — тотчас же, тут же или в тот же момент;
        πὰρ ποδί Pind. — тотчас же;
        τῇ κατὰ πόδας ἡμέρᾳ Polyb. — на следующий день;
        τινὸς ἔξω πόδα ἔχειν или κομίζειν Aesch.освободиться от чего-л.;
        ποδὴ ἐπεμβῆναι Soph. и ὑπὸ πόδας τίθεσθαί τινα Plut.попирать ногами кого-л.;
        ἐκ ποδῶν ( чаще ἐκποδὼν) εἶναι Her. — быть вдали;
        ἐπὴ πόδα ἀνάγειν или ἀναχωρεῖν Xen. — отступать лицом к противнику;
        ὑπὲρ τὸν πόδα εἶναι Luc. — быть не по ноге, перен. быть чрезмерным;
        περὴ πόδα Luc. — по ноге, впору, перен. подстать;
        καὴ χειρὴ καὴ ποδί Aeschin. — и рукой, и ногой, т.е. всеми средствами

        2) лапа, когти
        

    ἐν πόδεσσιν πέλειαν ἔχων Hom. (ястреб), держащий в когтях голубя

        3) щупальце (полипа) Hes.
        4) подножие, подошва
        

    (Ἴδης Hom.)

        5) ножка, подставка
        6) конец, край
        

    (ἀσκοῦ Eur., Plut.)

        7) парусный канат, шкот Hom.
        

    χαλᾶν πόδα Eur. и ἐνδοῦναι τοῦ ποδός Luc.ослабить канат

        8) предполож. кормило, руль
        

    (νηός Hom.)

        9) фут ( мера длины = 308.3 мм) Her., Plat.
        10) стих. стопа Arph. etc.

    Древнегреческо-русский словарь > πους

  • 16 πούς

    πούς, ποδός, ὁ (Hom.+ ‘foot’ in various senses)
    foot, of persons or (rarely in our lit.) animals, or the strange creatures of Rv
    w. focus on a body part: Mt 4:6 (Ps 90:12); 7:6; Mk 9:45ab al. W. κεφαλή J 20:12; 1 Cor 12:21; 1 Cl 37:5ab. W. χείρ or χεῖρες (Ps 21:17) Mt 18:8ab; 22:13; Lk 24:39, 40 v.l.; J 11:44; 1 Cor 12:15 (for the speculation about foot and hand concerning their relation to the whole body cp. Epict. 2, 10, 4). ὑποδήσασθαι τοὺς π. put shoes on the feet Eph 6:15 (in vivid imagery). Of listeners and pupils καθῆσθαι παρὰ τοὺς π. τινός sit at someone’s feet Lk 8:35; cp. 10:39. W. non-lit. mng. ἀνατεθραμμένος παρὰ τοὺς πόδας Γαμαλιήλ Ac 22:3 (schol. on Pla. 467b παρὰ πόδας τοῦ Σωκράτους). W. partial imagery (Synes., Ep. 17 p. 175c παρὰ πόδας ἀποδίδως τὴν χάριν) ἐτίθουν παρὰ τοὺς πόδας τῶν ἀποστόλων 4:35; cp. vs. 37; 5:2. πίπτειν (q.v. 1bαב) εἰς τοὺς πόδας τινός Mt 18:29 v.l.; J 11:32 v.l.; ἔμπροσθεν τῶν ποδῶν τινος Rv 19:10; ἐπὶ τοὺς πόδ. Ac 10:25; παρὰ τοὺς π. τινός Lk 8:41; 17:16. πρὸς τοὺς π. τινός Mk 5:22; 7:25 (προσπίπτειν πρὸς κτλ.); J 11:32; Ac 5:10; 10:25 D (the gen. is easily supplied); Rv 1:17; Hv 3, 2, 3. προσπίπτειν πρὸς τοὺς π. τινί Ac 16:29 D. προσκυνεῖν ἐνώπιον (or ἔμπροσθεν) τῶν ποδῶν τινος Rv 3:9; 22:8. To wash feet, as expression of hospitality or humility (Gen 18:4; 19:2; TestAbr A 3 p. 80, 2 [Stone p. 8]; B 3 p. 107, 21 [St. p. 62] al.; JosAs 7:1): J 13:5f, 8–10, 12, 14ab (cp. λούω 2a); 1 Ti 5:10; cp. Lk 7:44a.—See HAlmqvist, Plutarch u. d. NT ’46, 75. Anoint feet (Anaxandrides Com. [IV B.C.] 40 μύρῳ … ἀλείφει τ. πόδας Καλλιστράτου; Eubulus Com. [IV B.C.] 90, 5f) Lk 7:46; cp. vs. 38c; J 12:3a; cp. 11:2. Kiss feet: Lk 7:38c, 45.—In Rv 10:1 πούς clearly means leg (cp. Lucian, Zeuxis 4, Pseudomant. 59 ποὺς μέχρι τοῦ βουβῶνος [groin]; Achilles Tat. 1, 1, 10; Aëtius p. 86, 2; PGiss 43, 14; PFlor 42, 9 and s. Charles, ICC Rv ad loc.).
    in special imagery: the one who is vanquished lies beneath the victor’s feet (Diod S 17, 100, 8 ῥιφέντος ἐπὶ γῆν ἐπιβὰς ἐπὶ τὸν τράχηλον τῷ ποδί=[the victor] placed his foot on the neck of his foe, who had been thrown to the ground) τιθέναι τοὺς ἐχθροὺς ὑποκάτω τῶν ποδῶν σου Mt 22:44; Mk 12:36; here Ps 109:1 is quoted; its wording acc. to the LXX is quoted more exactly as ὑποπόδιον τῶν ποδῶν σου Lk 20:43; Ac 2:35; Hb 1:13; 10:13; 1 Cl 36:5; B 12:10. For this in the same Ps.-quot. τιθ. ὑπὸ τοὺς πόδας (αὐτοῦ) 1 Cor 15:25 (Plut., Mor. 1197c ὑπὸ πόδας τιθ.). πάντα ὑπέταξεν ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ 1 Cor 15:27; Eph 1:22; these passages quote Ps 8:7, the exact wording of which in the LXX appears in ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτοῦ Hb 2:8.—συντρίψει τὸν σατανᾶν ὑπὸ τοὺς πόδας ὑμῶν Ro 16:20.—The earth as God’s footstool (Is 66:1) ὑποπόδιον τῶν ποδῶν αὐτοῦ (or, as LXX, μου) Mt 5:35; Ac 7:49; B 16:2. Cp. Rv 12:1 (on prob. anti-Isis thrust s. lit. cited EDNT III 144).—Acc. to a usage common also in the OT (Eur., Hipp. 661, Or. 1217) the feet represent the person who is in motion: οἱ πόδες τῶν θαψάντων those who have buried Ac 5:9. ὀξεῖς οἱ πόδες αὐτῶν ἐκχέαι αἷμα they are quick to shed blood Ro 3:15 (cp. Is 59:7). τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ὑμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης to guide us in the way of peace Lk 1:79. Cp. Ro 10:15 (cp. Is 52:7).
    leg of a piece of furniture, leg (so Aristoph. et al.; Arrian, Anab. 6, 29, 5; SIG 996, 9f; PLond II, 402, verso 27; 30 pp. 10 and 12; POxy 520, 17) Hv 3, 13, 3.
    measurement based on length of a human foot, foot (Hdt., also ins, pap) Hv 4, 1, 6; 4, 2, 1; cp. Ac 7:5 s. βῆμα.—RAC VIII 743–77; BHHW I 505f; B. 243. DELG. M-M. EDNT. TW.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > πούς

  • 17 τε

    τε A
    1 connective,
    a joining words and phrases.

    ἐς ἔρανον φίλαν τε Σίπυλον O. 1.38

    νέκταρ ἀμβροσίαν τε O. 1.62

    βίαν παρθένον τε O. 1.88

    ταχυτὰς ποδῶν ἀκμαί τ' ἰσχύος O. 1.96

    ἔρεισμ' Ἀκράγαντος εὐωνύμων τε πατέρων ἄωτον O. 2.7

    Πυθῶνι Ἰσθμοῖ τε O. 2.50

    Κύκνον Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα O. 2.83

    ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

    τὸ λαλαγῆσαι θέλων κρυφόν τε θέμεν ( τιθέμεν coni. Hermann) O. 2.97 ὑπὸ βουθυσίαις ἀέθ-

    λων τε πεμπαμέροις ἁμίλλαις O. 5.6

    πόνος δαπάνα τε O. 5.15

    ζώναν καταθηκαμένα κάλπιδά τ O. 6.40

    ἀγῶνας ἔχει μοῖράν τ' ἀέθλων O. 6.79

    λύραι μολπαί τε O. 6.97

    τῶνδε κείνων τε O. 6.102

    Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10

    παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν O. 7.14

    πελώριον ἄνδρα πατέρα τε O. 7.17

    ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα O. 7.52

    τεθμὸν Ὀλυμπιονίκαν ἄνδρα τε O. 7.89

    παῖς ὁ Λατοῦς εὐρυμέδων τε Ποσειδάν O. 8.31

    Θέμις θυγάτηρ τε O. 9.15

    πόλεμον μάχαν τε πᾶσαν O. 9.40

    Πύρρα Δευκαλίων τε O. 9.43

    πόλιν δ' ὤπασεν λαόν τε διαιτᾶν O. 9.66

    υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70

    προξενίᾳ δ' ἀρετᾷ τ O. 9.83

    ὡραῖος ἐὼν καὶ καλὸς κάλλιστά τε ῥέξαις O. 9.94

    Ἰολάου τύμβος ἐνναλίᾳ τ' Ἐλευσὶς O. 9.98

    ὑπὸ στερεῷ πυρὶ πλαγαῖς τε σιδάρου O. 10.37

    σὺν Ὀλυμπιάδι πρώτᾳ νικαφορίαισί τε O. 10.59

    ἐκ Πυθῶνος Ἰσθμοῖ τ O. 12.18

    Εὐνομία κασιγνήτα τε O. 13.6

    σταδίου τιμὰν διαύλου θ O. 13.37

    Μοίσαις Ὀλιγαιθίδαισίν τ O. 13.97

    Δὶ Ἐνυαλίῳ τ O. 13.106

    στεφάνοισι ἵπποις τε P. 1.37

    ταῦτα νόῳ τιθέμεν εὔανδρόν τε χώραν P. 1.40

    ἁγητὴρ ἀνήρ, υἱῷ τ' ἐπιτελλόμενος (cf. A. 4. a infra) P. 1.70

    ἀνδρῶν ἵππων τε P. 2.2

    παρθένος ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς P. 2.10

    ξεινίαν κοίταν ἄθεμίν τε δόλον P. 3.32

    Λατοίδαισιν Πυθῶνί τ P. 4.3

    Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ P. 4.66

    νύκτεσσιν ἔν θ' ἁμέραις P. 4.130

    ἐκ πόντου σαώθη ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέωνP. 4.162

    Ζήταν Κάλαίν τ P. 4.182

    δήσαις ἐμβάλλων τ P. 4.235

    πάχει μάκει τε P. 4.245

    ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    Ἡρακλέος ἐκγόνους Αἰγιμιοῦ τε P. 5.72

    [θ (codd.: om. byz.) P. 5.100] σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ (bis) P. 5.102

    νόον φέρβεται γλῶσσάν τε P. 5.111

    ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119

    πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ νίκαν P. 6.15

    στεροπᾶν κεραυνῶν τε P. 6.24

    [τίνα πάτραν, τίνα τ' οἶκον (τ del. Boeckh) P. 7.6

    κεραυνῷ τόξοισί τ' Ἀπόλλωνος P. 8.18

    ποίᾳ Παρνασσίδι Δωριεῖ τε κώμῳ P. 8.20

    κύμασιν ῥιπαῖς τ' ἀνέμωνP. 9.48

    καλλίσταν πόλιν ἀμφέπει κλεινάν τ' ἀέθλοις P. 9.70

    παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ P. 9.96

    τέλος ἀρχά τε P. 10.10

    θαλίαις εὐφαμίαις τε P. 10.35

    ἐν καὶ παλαιτέροις νέαισίν τε παρθένοισι μέλημα P. 10.59

    ἑπταπύλοισι Θήβαις χάριν ἀγῶνί τε Κίρρας P. 11.12

    τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον καλύψαι τ' ἀμάχανον P. 11.26

    ἄκρον ἑλὼν ἡσυχᾷ τε νεμόμενος P. 11.55

    ἀθανάτων ἀνδρῶν τε P. 12.4

    δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6

    Σερίφῳ λαοῖσί τε P. 12.12

    ἅρμα Νεμέᾳ τ N. 1.7

    θάμβει δυσφόρῳ τερπνῷ τε N. 1.56

    στεφάνων ἀρετᾶν τε N. 3.8

    ἐὼν καλὸς ἔρδων τ' ἐοικότα N. 3.19

    Αἰακῷ γένει τε N. 3.28

    κυνῶν δολίων θ' ἑρκέων N. 3.51

    τετραορίας ἥροάς τ N. 4.29

    τεθμὸς ὧραί τ N. 4.34

    οὐρανοῦ βασιλῆες πόντου τ N. 4.67

    ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ' ἀκάτῳ N. 5.2

    Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε N. 5.8

    Θέτιν Πηλέα θ N. 5.26

    ἁ Νεμέα μὲν ἄραρεν μείς τ' ἐπιχώριος N. 5.44

    ἀφνεὸς πενιχρός τε N. 7.19

    ἐπεὶ ψεύδεσί οἱ ποτανᾷ τε μαχανᾷ σεμνὸν ἔπεστί τι (supp. Hermann: τε om. codd.) N. 7.22

    τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50

    ξεῖνον ἀδελφεόν τ N. 7.86

    ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι N. 7.99

    τρὶς τετράκι τ N. 7.104

    Διὸς Αἰγίνας τε N. 8.6

    πάτρᾳ Χαριάδαις τ (Sandys: τε codd.) N. 8.46

    τὰν Ἀδράστου τάν τε Καδμείων ἔριν N. 8.51

    πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14

    ὅπλοισιν ἱππείοις τε σὺν ἔντεσιν N. 9.22

    σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ N. 9.44

    Δαναοῦ πόλιν ἀγλαοθρόνων τε πεντήκοντα κορᾶν N. 10.1

    Ζεὺς ἐπ' Ἀλκμήναν Δανάαν τε μολὼν N. 10.11

    πατρὶ δ' Ἀδράστοιο Λυγκεῖ τε N. 10.12

    ποτὶ βουθυσίαν Ἥρας ἀέθλων τε κρίσιν N. 10.23

    Θρασύκλου Ἀντία τε N. 10.40

    ποδῶν χειρῶν τε (Er. Schmid: ποδῶν τε χειρῶν (τε) codd.) N. 10.48

    θεὸς ἔμμεναι οἰκεῖν τ' οὐρανῷ N. 10.58

    Ἀρισταγόραν πάτραν τ N. 11.20

    κωμάσαις ἀνδησάμενός τε N. 11.28

    αἶσαν Ἐρχομενοῖό τε πατρῴαν ἄρουραν I. 1.35

    καὶ τόθι κλειναῖς τ' Ἐρεχθειδᾶν χαρίτεσσιν ἀραρὼς (τ supp. Bergk, om. codd.: καὶ τόθι. κλειναῖς δ coni. Heyne) I. 2.19

    φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν I. 4.10

    κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26

    ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ, ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (? c. τε v. 55) I. 4.57 διπλόαν νίκαν ἀνεφάνατο παίδων τε τρίταν (τε supp. Hermann, om. codd.) I. 4.71

    Κάστορος δ' αἰχμὰ Πολυδεύκεός τ I. 5.33

    Αἰακοῦ παιδῶν τε I. 5.35

    Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Νηρείδεσσί τε πεντήκοντα I. 6.6

    Ἀίδαν γῆράς τε I. 6.15

    Κλωθὼ κασιγνήτας τε I. 6.17

    αἰνέων δὲ καὶ Ἕκτορα Ἀμφιάρηόν τε I. 7.33

    Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ τε I. 8.1

    υἱέες υἱέων τ' ἀρηίφιλοι παῖδες I. 8.25

    Ζεὺς ἀγλαός τ' ἔρισαν Ποσειδὰν I. 8.27

    Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν I. 8.56

    οἷοι δ' ἀρετὰν δελφῖνες ἐν πόντῳ, ταμίαι τε σοφοὶ Μοισᾶν ἀγωνίων τ ἀέθλων (bis) I. 9.7—8. Ἀγαμήδει Τρεφωνίῳ θ fr. 2. 2.

    Ἐνιαυτὸς ὧραί τε Pae. 1.6

    Θρονίας Ἄβδηρε χαλκοθώραξ [Πος]ειδᾶνός τε παῖ Pae. 2.2

    Ἀπόλλωνα πάρ τ' Ἀφρο[δίταν Pae. 2.5

    πόλεμον Διὸς Ἐννοσίδαν τε Pae. 4.41

    κεραυνῷ τριόδοντί τε Pae. 4.43

    πλούτου πειρῶν μακάρων τ ἐπιχώριον τεθμὸν ἀπωσάμενος Pae. 4.46

    ἔταις τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11

    σὺν πατρὶ Μναμοσύνᾳ τε Pae. 6.56

    τεκέων ἀλόχων τε Pae. 8.78

    καλάμῳ μήδεσί τε φρενὸς Pae. 9.37

    κρόταλ αἰθομένα τε δαὶς Δ. 2. 1. στεφάνων τᾶν τ ἐαριδρόπων ἀοιδᾶν fr. 75. 6. πάνδοξον Αἰολάδα σταθμὸν υἱοῦ τε Παγώνδα Παρθ. 2. 1. Ἀγασικλέει ἐσλοῖς τε γονεῦσιν Παρθ. 2.. ἔν τε Πίσᾳ Παρθ. 2.. πέλλαι πίθοι λτ;τε> (supp. Schwartz: τε om. codd. Plutarchi) *fr. 104b. 5.* ἵπποις γυμνασίοισι λτ;τε> (supp. Boeckh, om. codd. Plutarchi) Θρ... τερπνῶν χαλεπῶν τε fr. 131b. 4. σθένει κραιπνοὶ σοφίᾳ τε μέγιστοι ἄνδρες fr. 133. 4. ἄνακτι πατρί τε fr. 140a. 64 (38). πόντον ὠκείας τ' ῥιπάς fr. 140c. 2. μένω[ν Ἀμ]φιτρύωνί τε σᾶμα χέω[ν (τε in lacuna add. Snell) fr. 169. 48. ἀγλαὰ χθὼν πόντου τε ῥιπαὶ fr. 220. 3. θεὸν ἄνδρα τε fr. 224. κάπρων λεόντων τε fr. 238. where τε joins words in apposition,

    ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος πύργος ἄστεος ὄμμα τε φαεννότατον P. 5.56

    πρόσθα μὲν ἶς Ἀχελωίου τὸν ἀοιδότατον Εὐρωπία κράνα Μέλανός τε ῥοαὶ τρέφον κάλαμον ( τε ποταμου ροαι Π: ποταμοῦ del. Wil.) fr. 70. 2.

    διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων κῶμόν τ P. 3.73

    where the coordination is irregular, cf. A. 4 infra,

    Οὐλυμπιονίκαν δέξαι Χαρίτων θ' ἕκατι τόνδε κῶμον O. 4.9

    Ἰσθμοῖ τά τ' ἐν Νεμέᾳ O. 13.98

    ὁ Φοίνιξ ὁ Τυρσανῶν τ' ἀλαλατὸς P. 1.72

    ξεστὸν ὅταν δίφρον ἔν θ' ἅρματα πεισιχάλινα καταζευγνύῃ σθένος ἵππιον P. 2.11

    παρθενίοις ὑπό τ' ἀπλάτοις ὀφίων κεφαλαῖς P. 12.9

    παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις N. 8.2

    Πυθῶθεν Ὀλυμπιάδων τ' ἐξαιρέτοις Ἀλφεοῦ ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.65

    ἔπειμι γῆρας ἔς τε τὸν μόρσιμον αἰῶνα I. 7.41

    καλῶν μὲν ὦν μοῖράν τε τερπνῶν fr. 42. 3. θεόν, τὸν Βρόμιον, τὸν Ἐριβόαν τε βροτοὶ καλέομεν (τε om. codd. nonnulli) fr. 75. 10.
    b joining clauses χρυσέαισί τ' ἄν ἵπποις (Er. Schmid: κἀν, ἀν codd.) O. 1.41

    ὃς Ἕκτορα σφᾶλε Κύκνον τε θανάτῳ πόρεν O. 2.82

    κολλᾷ τε O. 5.13

    αἰτήσων πόλιν δαιδάλλειν, σέ τ, Ὀλυμπιόνικε, φέρειν γῆρας O. 5.21

    ὃς ἄνασσε Φαισάνᾳ λάχε τ' Ἀλφεὸν οἰκεῖν O. 6.34

    ( Ἑρμᾶν)

    ὃς ἔχει Ἀρκαδίαν τ' εὐάνορα τιμᾷ O. 6.80

    ὅσσα δὲ μὴ πεφίληκε Ζεύς, ἀτύζονται ὅς τ' ἐν αἰνᾷ Ταρτάρῳ κεῖται P. 1.15

    ὃς Πριάμοιο πόλιν πέρσεν τελεύτασέν τε πόνους Δαναοῖς P. 1.54

    ἤθελον Χίρωνά κε ζώειν βάσσαισί τ' ἄρχειν P. 3.4

    κέλεται γὰρ ἑὰν ψυχὰν κομίξαι δέρμα τε ἄγεινP. 4.161, cf. P. 4.294 ὅτι μοι ὑπάν-

    τασεν μαντευμάτων τ' ἐφάψατο συγγόνοισι τέχναις P. 8.60

    εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι, ὑπὲρ πολλῶν τε τιμαλφεῖν N. 9.54

    εἰ δέ τις μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν N. 11.14

    εἰ γάρ τις πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰν σύν τέ οἱ δαίμων φυτεύει δόξαν I. 6.12

    οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ζηνί τε ἅδον (Er. Schmid: θ' ἅδον cod.) 1. 8. 18. with irregular coordination,

    ὕμνον κελάδησε ὅρμον στεφάνων πέμψαντα Θήβαις τ' ἐν ἑπταπύλοις οὕνεκ Ἀμφιτρύωνος κτἑ N. 4.19

    , cf. N. 5.26, A. 4 infra.
    c joining sentences [ τέκε τε (byz.: ἃ τέκε codd.: ἔτεκε Boehmer) O. 1.89]

    Σικελίας τ O. 2.9

    Ἀχιλλέα τ O. 2.79

    μετάλλασσέν τε O. 6.62

    O. 8.19

    εὐφράνθη τε O. 9.62

    Ἄργει τ' ἔσχεθε O. 9.88

    ὁπᾷ τε O. 10.11

    μέλει τε O. 10.14

    δέξαι τε (δὲ v. l.) O. 13.29

    Νέμεά τ O. 13.34

    ὅσσα τε O. 13.43

    εὗρεν δεῖξέν τε O. 13.75

    ἀλαθής τε O. 13.98

    τά τ' ἐσσόμενα O. 13.103

    κλέπτει τε P. 3.29

    ἕδνα τε P. 3.94

    κυλινδέσκοντό τε P. 4.209

    λιτάς τ P. 4.217

    καταίνησάν τε P. 4.222

    ἔν τ' ὠκεανοῦ P. 4.251

    Παιάν τέ σοι τιμᾷ φάος P. 4.270

    εὐθύτονόν τε P. 5.90

    τίν τ, Ἐλέλιχθον P. 6.50

    ἅρπασ, ἔνεικέ τε P. 9.6

    στάξοισι θήσονταί τεP. 9.63

    ὁδοί τε P. 9.68

    ἄφωνοί θ P. 9.98

    στρατῷ τ P. 10.8

    χαίρει γελᾷ θ P. 10.36

    δάφνᾳ τε P. 10.40

    ἔπεφνέ τε P. 10.46

    ἀδελφεοῖσί τ P. 10.69

    μάντιν τ' ὄλεσσε (perhaps with μέν v. 31) P. 11.33

    κατένευσέν τε N. 1.14

    ἰδίᾳ τ N. 3.24

    κάπρους τ N. 3.47

    γόνον τέ οἱ φέρτατον ἀτίταλλεν N. 3.57

    πίτναν τ N. 5.11

    φράσθη κατένευσέν τε N. 5.34

    τόλμαν τε N. 7.59

    ἔν τε δαμόταις N. 7.65

    πατρί τ (codd.: δ Heyne e Σ.) N. 10.12

    εἶδ' Ἀπόλλων μιν πόρε τ I. 2.18

    ἁδυπνόῳ τε I. 2.25

    πέλονται ἔν τ' ἀγωνίοις I. 5.7

    ὔμμε τ I. 6.19

    εἶπέν τε I. 6.51

    τόν τε Θεμιστίου ὀρθώσαντες οἶκον I. 6.65

    υἱοῖσί τε I. 6.68

    φέρει γὰρ ἄγει τ I. 7.22

    μάτρωί τ I. 7.24

    ἔσσυταί τε I. 8.61

    ἀμφί τε Pae. 2.97

    ἐρικυδέα τ' Pae. 5.39

    ἔκλαγξέ θ (G—H: τε Π.) Πα. 8A. 10.

    Εὐρίπου τε Pae. 9.49

    ἀλκάεσσά τε Δ. 2. 1. δεῦτ' ἐν χορόν, Ὀλύμπιοι, ἐπί τε κλυτὰν πέμπετε χάριν fr. 75. 2. Διόθεν τε fr. 75. 7. ἐναργέα τ fr. 75. 13. τελευταί τε fr. 108a. 4.
    2 in enumeration,
    a AB τε C τε (D τε)

    ἕδος νέμων, ἀέθλων τε κορυφὰν πόρον τ' Ἀλφεοῦ O. 2.13

    ὧν εἷς μὲν Κάμιρον πρεσβύτατόν τε Ἰάλυσον ἔτεκεν Λίνδον τ O. 7.74

    ὅ τ' ἐν Ἄργει τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἀγῶνές τ Πέλλανά τ· Αἰγίνᾳ τε ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.83

    —6.

    ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν Πυθοῖ τ μηνός τε O. 13.38

    ὦ πότνἰ Ἀγλαία φιλησίμολπέ τ' Εὐφροσύνα Θαλία τ O. 14.14

    —5.

    Ζηνὸς Ἀλκμήνας θ' ἑλικογλεφάρου Λήδας τε P. 4.172

    ὤρεγον χεῖρας, στεφάνοισί τέ μιν ποίας ἔρεπτον, μειλιχίοις τε λόγοις ἀγαπάζοντ P. 4.240

    ἔν τ' ὠκεανοῦ πελάγεσσι μίγεν πόντῳ τ ἐρυθρῷ Λαμνιᾶν τ ἔθνει γυναικῶν P. 4.251

    —2.

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ ἔν τε σοφοῖς P. 4.294

    —5.

    νέμει, πόρεν τε κίθαριν, δίδωσί τε μυχόν τ' ἀμφέπει P. 5.65

    ἔν τε πέφανταί θ' ὅσαι τ θεός τε P. 5.114

    —7.

    Μεγάροις δ' ἔχεις γέρας μυχῷ τ ἐν Μαραθῶνος, Ἥρας τ ἀγῶν δάμασσας ἔργῳ P. 8.78

    —80.

    παντᾷ δὲ χοροὶ παρθένων λυρᾶν τε βοαὶ καναχαί τ' αὐλῶν δονέονται P. 10.39

    λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε ματρός τ ἔμπεδον δουλοσύναν τό τ ἀναγκαῖον λέχος P. 12.14

    παρὰ Κασταλίαν τε πόντου τε γέφυρ' βοτάνα τε N. 6.37

    —42.

    παρὰ πεζοβόαις ἵπποις τε ναῶν τ' ἐν μάχαις N. 9.34

    ἐκράτησε δὲ καί ποθ' Ἕλλανα στρατὸν Πυθῶνι, τύχᾳ τε μολὼν καὶ τὸν Ἰσθμοῖ καὶ Νεμέᾳ στέφανον, Μοίσαισί τ ἔδωκ ἀρόσαι N. 10.25

    —6. “θέλεις λτ;ναίειν ἐμοὶγτ; σύν τ' Ἀθαναίᾳ κελαινεγχεῖ τ ἌρειN. 10.84

    Ποσειδάωνι Ἰσθμῷ τε ζαθέᾳ Ὀγχηστίαισίν τ' ἀιόνεσσιν I. 1.32

    ναίει τετίματαί τε Ἥβαν τ' ὀπυίει I. 4.59

    Φυλακίδᾳ γὰρ ἦλθον, ὦ Μοῖσα, ταμίας Πυθέᾳ τε

    κώμων Εὐθυμένει τε I. 6.58

    αἵμασσε γεφύρωσέ τ' Ἑλέναν τ ἐλύσατο I. 8.51

    στοναχαὶ μανίαι τ' ἀλαλαί τ Δ. 2. 13. τότε βάλλεται ἴων φόβαι, ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται, ἀχεῖ τ ὀμφαὶ οἰχνεῖ τε χοροί fr. 75. 16—9 in apposition,

    βωμοὺς ἐγέραρεν ἁμίλλαις, ἵπποις ἡμιόνοις τε μοναμπυκίᾳ τε O. 5.6

    —7.
    b AB τε καὶ C ( καὶ D)

    ἀμφέπει Δάματρα λευκίππου τε θυγατρὸς ἑορτὰν καὶ Ζηνὸς Αἰτναίου κράτος O. 6.96

    χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62

    ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ ὁμότροφος Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6—7. “ τότε γὰρ μεγάλας ἐξανίστανται Λακεδαίμονος Ἀργείου τε κόλπου καὶ ΜυκηνᾶνP. 4.49

    Λακεδαίμονι ἐν Ἄργει τε καὶ ζαθέᾳ Πύλῳ P. 5.70

    Ἐμμενίδαις ποταμίᾳ τ' Ἀκράγαντι καὶ μὰν λτ;γτ;ενοκράτει P. 6.6

    ὄφρα Θέμιν ἱερὰν Πυθῶνά τε καὶ ὀρθοδίκαν γᾶς ὀμφαλόν κελαδήσετ P. 11.9

    Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων N. 3.84

    πῦρ δὲ παγκρατὲς θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους ἀκμὰν καὶ δεινοτάτων σχάσαις ὀδόντων ( καὶ Ahlwardt: τε codd.) N. 4.62—4.

    Μοῖσά τοι κολλᾷ χρυσόν, ἔν τε λευκὸν ἐλέφανθ' ἁμᾶ καὶ λείριον ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ ἐέρσας N. 7.78

    σέθεν, Ἀμφιτρύων, παῖδας προσειπεῖν, τὸν Μινύα τε μυχὸν καὶ τὸ Δάματρος κλυτὸν ἄλσος Ἐλευσῖνα καὶ Εὔβοιαν I. 1.56

    c AB τε C τε καὶ D

    ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεὸν ποταμόν τε ὤανον ἐγχωρίαν τε λίμναν καὶ σεμνοὺς ὀχετούς O. 5.11

    —12.

    τῶν ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δὶς κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων Νεμέᾳ τ ἄλλαν ἐπ ἄλλᾳ καὶ κρανααῖς ἐν Ἀθάναις O. 7.81

    —3.
    d miscellaneous τε, καὶ connections Ἄργει θ (δ v. l.)

    ὅσσα ὅσα τ' Πέλλανά τε καὶ Σικύων καὶ Μέγαῤ Αἰακιδᾶν τ εὐερκὲς ἄλσος, ἅ τ Ἐλευσὶς καὶ λιπαρὰ Μαραθών, ταί θ ἅ τ Εὔβοια O. 13.107

    —112.

    Ζῆνα καὶ ῥιπὰς ἀνέμους τ' ἐκάλει νύκτας τε καὶ πόντου κελεύθους ἄματά τ εὔφρονα καὶ μοῖραν P. 4.194

    —6.
    f A καὶ BC τε, v. καί.
    3 in anaphora [ἤρειδε Ποσειδάν, ἤρειδέν τέ μιν (δέ coni. Hermann) O. 9.32]

    ἐκ πόντου ἔκ τε ματρυιᾶς ἀθέων βελέων P. 4.162

    ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290

    κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἔν τ' Ἀδραστείοις ἀέθλοις I. 4.26

    ὑπὲρ χθονὸς ὑπέρ τ' ὠκεανοῦ Pae. 8.15

    χάλκεοι μὲν τοῖχοι, χάλκ[εαί] θ ὑπὸ κίονες ἔστασαν Πα. 8. 68, cf. O. 9.94, [N. 1.37]
    4
    a where τε is irregularly connective, almost καὶ ταῦτα. (for irregularly positioned τε, v. A. 1. a, b, sub fin.; μέν τε; B. b.; D: cf. Schr., Pyth. Comm., on P. 1.75) πατρῴαν μάλιστα πρὸς στάθμαν ἔβα, πάτρῳ τ' ἐπερχόμενος ἀγλαίαν ἅπασαν (Bergk: ἔδειξεν ἅπασαν codd.) P. 6.46

    ἵσταμαι δὴ ποσσὶ κούφοις, ἀμπνέων τε πρίν τι φάμεν N. 8.19

    cf. P. 1.70

    ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45

    b where τε is inclusive rather than connective τὶν δ' ἐν Ἰσθμῷ διπλόα θάλλοισ ἀρετά, Φυλακίδα, κεῖται, Νεμέᾳ δὲ καὶ ἀμφοῖν Πυθέᾳ τε, παγκρατίου (ἀμφοτέροις ὑμῖν, σοί τε καὶ τῷ Πυθέᾳ Σ: v. W. Schulze, Q. E., 416; Kl. Schr., 325) I. 5.19
    c in hendiadys

    ἀνὰ δ' ἡμιόνοις ξεστᾷ τ ἀπήνᾳ P. 4.94

    d and, in particular

    Ἐμμενίδαις Θήρωνί τ O. 3.39

    αἱ δὲ πρώτιστον μὲν ὕμνησαν Διὸς ἀρχόμεναι σεμνὰν Θέτιν Πηλέα θ, ὥς τέ νιν ἁβρὰ Κρηθεὶς Ἱππολύτα δόλῳ πεδᾶσαι ἤθελε N. 5.26

    [
    e dub. ἀρχαῖον ὀτρύνων λόγον, ὡς, ἐπεὶ μόλεν, ὥς τ' οὐ λαθὼν χρυσόθρονον Ἥραν κροκωτὸν σπάργανον ἐγκατέβα (τ del. Hermann, edd. plerique) N. 1.37] B τε τε combined, where the first τε is not connective.
    a joining words, phrases, sentences

    δίφρον τε χρύσεον πτέροισίν τ' ἀκάμαντας ἵππους O. 1.87

    εἴη σέ τε πατεῖν, ἐμέ τε ὁμιλεῖν O. 1.115

    ἐγκωμίων τε μελέων λυρᾶν τε τυγχανέμεν O. 2.47

    Τυνδαρίδαις τε χρύσεον ἁδεῖν καλλιπλοκάμῳ θ' Ἐλένᾳ O. 3.1

    αἴτει σκιαρόν τε φύτευμα στέφανόν τ' ἀρετᾶν O. 3.18

    ἀκαμαντόποδός τ' ἀπήνας δέκευ Ψαύμιός τε δῶρα O. 5.3

    Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον τιμῶν τ' Ἀλφεὸν O. 5.18

    ὄφρα κελεύθῳ τ' ἐν καθαρᾷ βάσομεν ὄκχον ἵκωμαί τε O. 6.23

    ἑορτάν τε τεθμόν τε O. 6.69

    [O. 7.5, v. B. b. infra]

    πατρί τε κόρᾳ τ' ἐγχειβρόμῳ O. 7.43

    Δία τε φοινικοστερόπαν σεμνόν τ' ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.6

    σόν τε, Κασταλία, πάρα Ἀλφεοῦ τε ῥέεθρον O. 9.17

    ἔκ τ' Ἄργεος ἔκ τε Θηβᾶν O. 9.68

    ἔλσαις ὅλον τε στρατὸν λᾴαν τε πᾶσαν O. 10.43

    ἁδυεπής τε λύρα γλυκύς τ' αὐλὸς O. 10.93

    ἰδέᾳ τε καλὸν ὥρᾳ τε κεκραμένον O. 10.103

    Τερψίᾳ θ' Ἐριτίμῳ τ (θ om. codd. nonnulli.) O. 13.42

    μῆτίν τε γαρύων πόλεμόν τ O. 13.50

    ταί θ' ὑπὲρ Κύμας ἁλιερκέες ὄχθαι Σικελία τ P. 1.18

    ἁνία τ' ἀντ ἐρετμῶν δίφρους τε νωμάσοισινP. 4.18

    ξυνὸν ἁρμόζοισα θεῷ τε γάμον μιχθέντα κούρᾳ θ' Ὑψέος εὐρυβίᾳ P. 9.13

    ἀκόντεσσίν τε χαλκέοις φασγάνῳ τε P. 9.20

    Αἰγίνᾳ τε γάρ, φαμί, Νίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90

    πέφνεν τε ματέρα θῆκέ τ' Αἴγισθον ἐν φοναῖς P. 11.37

    τὰ μὲν ἐν ἅρμασι καλλίνικοι πάλαι Ὀλυμπίᾳ τ' ἀγώνων πολυφάτων ἔσχον θοὰν ἀκτῖνα σὺν ἵπποις, Πυθοῖ τε ἤλεγξαν Ἑλλανίδα στρατιὰν ὠκύτατι (codd.: τ del. Pauw: Ὀλυμπίαθ Maas) P. 11.47—9.

    ἤτοι τό τε θεσπέσιον Φόρκοἰ ἀμαύρωσεν γένος λυγρόν τ' ἔρανον Πολυδέκτᾳ θῆκε P. 12.13

    —4.

    ἐγὼ δὲ κείνων τέ μιν ὀάροις λύρᾳ τε κοινάσομαι N. 3.11

    οἴκοι τ' ἐκράτει Νίσου τ ἐν εὐαγκεῖ λόφῳ N. 5.45

    —6.

    πόλιός θ' ὑπὲρ φίλας ἀστῶν θ ὑπὲρ τῶνδ N. 8.13

    ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23

    τοὶ μὲν ὦν λέγονται πρόξενοί τ' ἀμφικτιόνων κελαδεννᾶς τ ὀρφανοί ὕβριος I. 4.8

    ἱπποτρόφοι τ' ἐγένοντο, χαλκέῳ τ Ἄρει ἅδον I. 4.14

    —5.

    ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

    φέρει γὰρ Ἰσθμοῖ νίκαν παγκρατίου, σθένει τ' ἔκπαγλος ἰδεῖν τε

    μορφάεις I. 7.22

    σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26

    κεραυνοῦ τε κρέσσον ἄλλο βέλος διώξει χερὶ τριόδοντός τ I. 8.35

    Ἀλκαθόου τ' ἀγὼν σὺν τύχᾳ ἐν Ἐπιδαύρῳ τε νεότας I. 8.67

    Οὐρανοῦ τ' εὐπέπλῳ θυγατρὶ Μναμοσύνᾳ κόραισί τ Πα. 7B. 15. θεοί· πολύβατον οἵ τ' ἄστεος ὀμφαλὸν οἰχνεῖτε πανδαίδαλόν τ εὐκλἔ ἀγοράν fr. 75. 3. ζωσαμένα τε πέπλον ὠκέως χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2. 6.
    b with irregular coordination ἔννεπε κρυφᾷ τις ὕδατος ὅτι τε πυρὶ ζέοισαν εἰς ἀκμὰν μαχαίρᾳ τάμον κατὰ μέλη, τραπέζαισί τ' διεδάσαντο (τε = σε, Christ, Wackernagel) O. 1.48 τᾷ μὲν ὁ Χρυσοκόμας πραύμητίν τ' Ἐλείθυιαν παρέστασέν τε Μοίρας ( παρέστασ' ἔν coni. Peek, Phil., 1958, 319) O. 6.42

    συμποσίου τε χάριν κᾶδός τε τιμάσαις O. 7.5

    ἔχω καλά τε φράσαι, τόλμα τε ὀρνύει λέγειν O. 13.11

    ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12

    τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα N. 7.95

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί τ' ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ ἀκμὰν ποδῶν” ( Ἄρει χεῖρας ἐναλ. codd., transp. Hermann, τ add. Boeckh) I. 8.37

    ἀλλά οἱ παρά τε πυρὰν τάφον θ I. 8.57

    ὁ δ' ἀντίον ἀνὰ κάρα τ ἄειρ[ε] ἔρριψεν ἑάν τ ἔφανεν φυὰν (ἄειρ[ε νέᾳ τε] e. g. Snell) Πα. 2. 1. ἵππων τ' ὠκυπόδων πολυγνώταις ἐπὶ νίκαις (deest τε alterum propter lacunam) Παρθ. 2.. ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς, ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 16—8.
    c in apposition.

    δεῖξέν τε Κοιρανίδᾳ πᾶσαν τελευτὰν πράγματος, ὥς τ' ὥς τ O. 13.75

    —6.

    τῶν μὲν κλέος ἐσλὸν Εὐφάμου τ' ἐκράνθη σόν τε, Περικλύμεν P. 4.175

    ἡρώων ἄωτοι περιναιεταόντων ἤθελον κείνου γε πείθεσθ' ἀναξίαις ἑκόντες, οἵ τε κρανααῖς ἐν Ἀθάναισιν ἅρμοζον στρατόν, οἵ τ ἀνὰ Σπάρταν Πελοπηιάδαι N. 8.11

    —12. μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς, μηλοβότα

    τ' ἀρότᾳ τ ὀρνιχολόχῳ τε καὶ ὃν πόντος τράφει I. 1.48

    Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί Μέμνονός τε βίαν ὑπέρθυμον Ἕκτορά τ' ἄλλους τ ἀριστέας I. 8.54

    d in anaphora ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων ὅσα τε Πολιάδι Πα. 6. 87—9, cf. O. 13.75—6.
    e in enumeration,

    τε τε τε νέαισί θ' ἑορταῖς ἰσχύος τ ἀνδρῶν ἁμίλλαις ἅρμασί τε γλαφυροῖς ἄμφαινε κυδαίνων πόλιν N. 9.11

    —2. C τε in combination with other particles
    a

    τε δέ, ἐσθὰς δ' ἀμφοτέρα μιν ἔχεν, ἅ τε Μαγνήτων ἐπιχώριος ἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο P. 4.80

    ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν, τὸ δὲ συγγενὲς ἐμβέβακεν ἴχνεσιν πατρὸς P. 10.11

    ἴσχει τε γὰρ ὄλβος οὐ μείονα φθόνον. ὁ δὲ χαμηλὰ πνέων ἄφαντον βρέμει P. 11.29

    —30. ὁ δ' ἄφ[αρ π]λεκτόν τε χαλκὸν ὑπερη[..].ε τεῖρε δὲ fr. 169. 26—9.
    b τε δὲ τε, τί ἔρδων φίλος σοί τε, καρτερόβρεντα Κρονίδα, φίλος δὲ Μοίσαις, Εὐθυμίᾳ τε μέλων εἴην fr. 155. 1.
    c δὲ τε δέ, v. δέ, N. 5.51—4.
    d

    τε οὐδέ, Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.36

    cf. οὔτε οὐδέ.
    e

    οὔτε τε οὐ, ἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι, δένδρεά τ οὐκ ἐθέλει ἄνθος εὐῶδες φέρειν N. 11.40

    [
    f dub., τε ἤ, Δί λτ;τεγτ; μισγομέναν ἢ Διὸς παρ' ἀδελφεοῖσιν (supp. Hermann: Διὶ μισγ. codd.: Ζηνὶ μισγ. Tricl.) I. 8.35]
    g τε ἠδέ, καὶ τότ' ἐγὼ σαρκῶν τ ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.
    h τε καί, v. καί. D not in second position
    a

    νέοις ἐν ἀέθλοις ἐν μάχαις τε πολέμου O. 2.44

    ὑπὸ σπλάγχνων ὑπ' ὠδῖνός τ ἐρατᾶς ( ὑπ' ὠδίνεσσ ἐραταῖς coni. Wil., Snell) O. 6.43

    ἐν Μεγάροισίν τ O. 7.86

    ἐν πόντῳ ἐν χέρσῳ τε O. 12.4

    ἐν τρόπῳ ἐν μελέταις τ O. 14.18

    ἐπ' Ἀπόλλωνός τε κράνᾳ P. 4.294

    ἐν δίκᾳ τε N. 5.14

    παρὰ Κασταλίαν τε N. 6.37

    ἐν σοφοῖς

    ἀνδρῶν ἐν δικαίοις τε N. 8.41

    ὑπὲρ πολλῶν τε N. 9.54

    ἔν τε φορμίγγεσσιν ἐν αὐλῶν τε παμφώνοις ὁμοκλαῖς I. 5.27

    ἐπὶ θρῆνόν τε πολύφαμον ἔχεαν I. 8.58

    ]ἐν δαιτί τε Πα. 13. a. 21.
    b after art.

    τὸν Μινύα τε μυχόν I. 1.56

    τίμαθεν γὰρ τὰ πάλαι τὰ νῦν τ' Παρθ. 2. 43.
    c after voc. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh) O. 9.112
    d v. also A. 1. a, b sub. fin.; A. 4; B. b.; μέν τε. E fragg.

    θεᾶς θ' Pae. 3.15

    ἀγ]λαάν τ ἐς αὐλὰν Pae. 7.3

    φωνᾷ τά τ ἐόντα τε κα[ὶ Pae. 8.83

    ἥρωί τε βω[ Πα. 13. a. 1. ]ιόν τε σκόπελον Δ. 3. 1. ]ς τε χάρμας Δ. 3. 13. ]εες τ' ἀοιδαί Δ. 3. 1. ]αν λέχεα τ ἀνα[γ]καῖα δολ[ Δ.. 1. ]γένος τε δαιμο[ Δ... ]σι τε ῥοδ[ Δ. 4. c. 2. χάριτάς τ fr. 128. 1. ]ισσαι τε φιλοφροσύναι Θρ.. 1. ]ν ὀρθαι τε Θρ.. 1. ἐπερχόμενόν τε *fr. 140c. 1* λιπαρᾶν τε fr. 196. κακόφρονά τ fr. 211. ξεινοδόκησέν τε fr. 311. Φερσεφόνᾳ ματρί τε ?fr. 346c. 1.

    Lexicon to Pindar > τε

  • 18 χείρ

    χείρ (χερός, χερί, χέρα, χερσίν), χέρας; χειρός, χειρί, χεῖρα), χεῖρες, -ῶν, -εσσιν), - ας; dual. χεροῖν.)
    1 hand
    a in carrying, seizing, simm.

    ὅρμοισι χέρας ἀναπλέκοντι O. 2.74

    φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν O. 7.1

    σκύταλον τίναξε χερσίν O. 9.30

    ἔδικε πέτρῳ χέρα κυκλώσαις ὑπὲρ ἁπάντων O. 10.72

    οὐ χρὴ τὰ πολλὰ βέλεα καρτύνειν χεροῖν O. 13.95

    χερὶ διδύμᾳ P. 2.9

    χερσὶ δ' ἄρα Κρονίων ῥίψαις P. 3.57

    χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν P. 4.193

    θεοδμάτων ὀχέων ἐφαπτομένα χερὶ κούφᾳ P. 9.11

    δισσαῖσι δοιοὺς αὐχένων μάρψαις ἀφύκτοις χερσὶν ἑαῖς ὄφιας N. 1.45

    ἐν χερὶ δ' Ἀμφιτρύων κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον ἵκετ N. 1.52

    χερσὶ θαμινὰ βραχυσίδαρον ἄκοντα πάλλων N. 3.44

    ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις, ἕτερον δ' ἑτέραις N. 8.3

    χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω N. 11.32

    ἁνία τ' ἀλλοτρίαις οὐ χερσὶ νωμάσαντ I. 1.15

    οἶά τε χερσὶν ἀκοντίζοντες αἰχμαῖς I. 1.24

    σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης I. 6.34

    βέλος διώξει χερὶ I. 8.35

    ]

    χειρὶ μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11

    χερσίν τ' ἐν μαλακαῖσιν ὅρπακ ἀγλαὸν δάφνας ὀχέοισα Παρθ. 2.. ἀπὸ μὲν λευκὸν γάλα χερσὶ τραπεζᾶν ὤθεον fr. 166. 3.
    b of physical combat, contests of strength, simm. “οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσονO. 4.25

    φράσαι χειρῶν ἄωτον Βλεψιάδαις ἐπίνικον O. 8.75

    τίς δὴ ποταίνιον ἔλαχε στέφανον χείρεσσι ποσίν τε καὶ ἅρματι O. 10.62

    τὸν εἶδον κρατέοντα χερὸς ἀλκᾷ O. 10.100

    χερσὶ βιαταὶ P. 1.42

    χείρεσσιν ἢ βουλαῖς P. 4.72

    ὃς ἂν χερσὶν ἢ ποδῶν ἀρετᾷ κρατήσαις τὰ μέγιστ' ἀέθλων ἕλῃ P. 10.23

    εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται N. 5.19

    χεῖρας ἱμάντι δεθεὶς N. 6.35

    Μελησίαν χειρῶν τε καὶ ἰσχύος ἁνίοχον N. 6.66

    ἔβλαστεν δ' υἱὸς Οἰνώνας βασιλεὺς χειρὶ καὶ βουλαῖς ἄριστος (τουτέστι ἀνδρείᾳ καὶ φρονήσει Σ.) N. 8.8

    χερσὶ καὶ ψυχᾷ δυνατοί N. 9.39

    σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει N. 10.48

    ἔρνεσι φράξαι χεῖρα I. 1.66

    οὐκ ἐμέμφθη ῥυσίδιφρον χεῖρα πλαξίπποιο φωτός I. 2.21

    ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9

    αἰνέω καὶ Πυθέαν χερσὶ δεξιόν, νόῳ ἀντίπαλον I. 5.61

    υἱὸν χεῖρας Ἄρεί λτ;τγτ; ἐναλίγκιον στεροπαῖσί τ' ἀκμὰν ποδῶν (Hermann: ἄρει χεῖρας codd.) I. 8.37

    ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65

    c of violence ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ' ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (sic codd.: post χειρῶν distinxit Bergk) P. 8.77 τὸν δὴ Κλυταιμήστρας χειρῶν ὕπο κρατερᾶν ἐκ δόλου τροφὸς ἄνελε δυσπενθέος (Er. Schmid: χερῶν codd.) P. 11.18

    ἐγχεσφόροις ἐπιμείξαις Αἰθιόπεσσι χεῖρας N. 3.62

    λατρίαν Ἰαολκὸν πολεμίᾳ χερὶ προστραπὼν Πηλεὺς N. 4.55

    κείνων λυθέντες σαῖς ὑπὸ χερσίν, ἄναξ fr. 35. χ]εῖρας ἀραιάς (supp. Bowra) Πα. 13. b. 4.
    d of swearing, praying, salutation

    χεῖρας ἀντεῖναι O. 7.65

    φίλας ὤρεγον χεῖρας P. 4.240

    , cf. P. 4.37, P. 9.122

    πίτναν τ' ἐς αἰθέρα χεῖρας ἁμᾶ N. 5.11

    ὁ δ' ἀνατείναις οὐρανῷ χεῖρας ἀμάχους I. 6.41

    e of labour, work

    οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ O. 2.63

    ἀριστοπόνοις χερσὶ κρατεῖν O. 7.51

    ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαιςO. 8.42

    ἀγαναῖσιν ἐν χερσὶ ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους P. 2.8

    f of love, friendship, tenderness “ χειρί οἱ χεῖρ' ἀντερείσαιςP. 4.37

    μαλακὰν χέρα προσβάλλοντα P. 4.271

    ὁσία κλυτὰν χέρα οἱ προσενεγκεῖνP. 9.36

    παρθένον κεδνὰν χερὶ χειρὸς ἑλὼν P. 9.122

    cf. P. 4.240, N. 11.32
    g of direction

    σχεθών νιν ἐπὶ δεξιὰ χειρὸς P. 6.19

    ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς, ἀμφοτέρας ἰὼν χειρός N. 7.94

    δεξιὰν κατὰ χεῖρα πατρός fr. 146. 2.
    h of giving

    φίλοις ἄνδρα μᾶλλον εὐεργέταν πραπίσιν ἀφθονέστερόν τε χέρα O. 2.94

    χρυσὸς ἐν χερσὶν φανεὶς P. 3.55

    i of admonition

    ὀρθᾷ χερὶ ἐρύκετον ψευδέων ἐνιπὰν ἀλιτόξενον O. 10.4

    Νόμος ἄγει δικαιῶν τὸ βιαιότατον ὑπερτάτᾳ χειρί fr. 169. 4.
    j fragg. χερὶ fr. 33a.

    πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6

    χεῖρ' Ἀκιδαλίας fr. 244. χειρὸς ἀκμᾷ fr. 334b. 9. χερί τε κρ[ P. Oxy. 2450, fr. 7.

    Lexicon to Pindar > χείρ

  • 19 πούς

    πούς, ὁ, ποδός, der Fuß, sowohl von Menschen als von Tieren. Auch die Krallen des Raubvogels; die Arme oder Fänger des Polypen; γούνατά τε κνῆμαί τε πόδες ϑ' ὑπένερϑεν, also der untere Teil des Beines, vom Knöchel abwärts; aber auch überh. das ganze Bein; auch der vom Leibe getrennte, abgehauene Fuß; ξύλινος πούς, ein hölzerner, Stelzfuß; ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, vom Kopf bis zu den Füßen, Bezeichnung der ganzen Leibeslänge. Auch Fußtritt, Gang; τῷ δ' ὑπὸ ποσσὶ μέγας πελεμίζετ' Ὄλυμπος, unter seinen Füßen, seinen Tritten; bes. Lauf, Wettlauf; οἱ ἀέϑλια ποσσὶν ἄροντο, sie erlangten Kampfpreise mit den Füßen, = im Wettlauf. Daher ποσὶν ἐρίζειν, mit den Füßen wetteifern, Wettlauf halten; ποσὶ νικᾷν, mit den Füßen, im Wettlaufe siegen; ἔλαβε ποσίν, holte ein; ποδοῖν κλοπὰν ἀρέσϑαι, heimlich entfliehen; πόδα τιϑέναι, gehen. Das Zunächstvorliegende wird oft bezeichnet als: πρόσϑεν ποδός oder ποδῶν, προπάροιϑε ποδῶν, was vor den Füßen ist; πρὸ ποδός, das Gegenwärtige, dem Raum u. der Zeit nach; παραὶ ποσὶν ἔκπεσε ϑυμός, vor die Füße entfiel ihnen der Mut; κατὰ πόδα, auf dem Fuße, so schnell die Füße können, auf dem Fuße folgend; κατὰ πόδας αὐτῶν ἰέναι, auf dem Fuße folgen; τῇ κατὰ πόδας ἡμέρᾳ, am folgenden Tage; παρὰ πόδας, sogleich, in kurzem; ἐκ ποδῶν ist = fern, weit ab; περὶ πόδα, um den Fuß, passend, angemessen; ἔστι μοι τοῠτο περὶ πόδα, das ist mir sehr gelegen, eben recht, eigtl. ein Schuh, der genau um den Fuß anschließt; ὡς ποδῶν ἔχει, wie er zu Fuß ist, so schnell er kann; φεύγειν ἀμφοῖν ποδοῖν, auch ἐκ δυοῖν ποδοῖν, mit beiden Füßen, aus allen Kräften fliehen; βοηϑεῖν χειρὶ καὶ ποδί oder ὅλῳ ποδί, mit Hand und Fuß, mit aller Macht beistehen; übertr., οὔποτε φῦλ' ἀνϑρώπων τερπώλης ἐπέβησαν ὅλῳ ποδί, sie traten nicht mit ganzem Fuße auf, d. h. sie haben keine reine, ungemischte Freude. Übertr. von leblosen Dingen: der Fuß, das untere Fußende, bes. der Fuß, der untere Teil eines Berges, Fuß eines Tisches, Bettes. Am Schiffe sind πόδες die beiden unteren, Zipfel des Segels, auch die an ihnen befestigten Taue, mit denen das Segel gedreht und gespannt wird. Fuß als Längenmaß, 4 Palmen od. 16 Finger, 11 Zoll 87/10 Linien rheinländisch. Daher ὑπὲρ τὸν πόδα, über das Maß. In der Metrik ein Versfuß. Von Flötenbläsern, Trompetern u. Ausrufern: ein lauter, mit vollem Ausatmen verbundener Ruf

    Wörterbuch altgriechisch-deutsch > πούς

  • 20 κονιορτός

    κονιορτός, οῦ, ὁ (κόνις ‘dust’ + ὄρνυμι ‘stir up’; Hdt. et al.; Mitt-Wilck. I/2, 198, 16 [III B.C.]; LXX; TestSol 7:2f; Philo, Exs. 133; Jos., Ant. 3, 193; Tat. 30, 1) dust ἐκτινάσσειν τὸν κ. τῶν ποδῶν (cp. Heraclit. Sto. 10 p. 17, 8 after Il. 2, 150 ποδῶν … κονίη; Na 1:3 κ. ποδῶν αὐτοῦ) shake the dust from one’s feet Mt 10:14; cp. Lk 9:5; 10:11; Ac 13:51 (s. on ἐκτινάσσω 1). Of an unruly mob κονιορτὸν βάλλειν εἰς τὸν ἀέρα throw dust into the air Ac 22:23. κ. ἐγείρειν raise dust (cp. Appian, Mithrid. 87 §396 κονιορτὸς ἠγείρετο; Jos., Bell. 5, 471; also s. ἐγείρω 10) Hv 4, 1, 5b.— A cloud of dust (Aristodem. [IV A.D.]: 104 Fgm. 1, 8 Jac.) κ. ὡς εἰς τ. οὐρανόν a cloud of dust reaching, as it were, to heaven 4, 1, 5a (Quint. Smyrn. 2, 469f κόνις ἄχρις ἐς οὐρανόν). γινομένου μείζονος καὶ μείζονος κονιορτοῦ when the dust-cloud became greater and greater 4, 1, 6.—B. 19. DELG s.v. κόνις. M-M.

    Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία > κονιορτός

См. также в других словарях:

  • Ποδῶν — Ποδῆς masc gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδῶν — ποδόω tighten pres part act masc voc sg (doric aeolic) ποδόω tighten pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ποδόω tighten pres part act masc nom sg ποδόω tighten pres inf act (doric) πούς foot masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόδων — ποδόω tighten imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ποδόω tighten imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

  • ντίνγκι — (dinghy). Αγγλική λέξη ινδοστανικής προέλευσης, η οποία γενικά υποδηλώνει μικρό κωπήλατο ιστιοφόρο ή μηχανοκίνητο σκάφος ψυχαγωγίας. Ειδικότερα ο όρος χαρακτηρίζει ένα μονότυπο σκάφος ιστιοπλοΐας, με στρογγυλή γάστρα και αγγλική καρένα, χωρίς… …   Dictionary of Greek

  • Magic in Negima — This page discusses the magic and magic systems in the manga and anime series . Western Mages and Eastern Mages In Negima, the two main divisions of magic shown are Western (European) and Eastern (Asian). Western magic is largely based on real… …   Wikipedia

  • нога — НОГ|А (641), Ы с. 1.Нога, одна из двух нижних конечностей человека: Кротъко стѹпани‹ѥ› ‹и›мѣ||и ногама своима. поне же на мѣстѣ ст҃ѣмь стаѥши. Изб 1076, 253–253 об.; бѣаше бо по истинѣ чл҃овѣкъ б҃жии трѹды подвиза˫ас˫а дѣла˫а по вс˫а ‹дни› не… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Differences between codices Sinaiticus and Vaticanus — Codex Sinaiticus and Codex Vaticanus, two of great uncial codices, representatives of the Alexandrian text type, are considered excellent manuscript witnesses of the text of the New Testament. Most critical editions of the Greek New Testament… …   Wikipedia

  • ACUPEDES — Latinis veterib. dicti sunt, qui Graecis ὀτρύποδες, quasi acutipedes. Inde acupedium Festus interpretatur, cui praecipuum er at in currendo acumen peddum. Gloss. acupedium, ὀτρυποδία. Sic Pindarus ἀκμην`ποδῶν, i. e. acumen pedum, eleganter dixit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PEDALE — apud recentioris aevi Scriptores: inter alia signisicata, pedum integumentum notat, in Chron. Vindesheim ensi l. 2. c. 23. Sed hoc Pedule potius Frontoni, graece πόδιον. Erat autem Pedule vel Pedulis fascia, pedum involucrum. Hesych. πόδια,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PEDICA — vinculum, quô pedes vinciuntur. Nonio, Graece Ποδοκάκκη, de qua voce Harpocration, Ποδοκάκκη, inquit, τὸ ζύλον, το εν δεσμωτηρίῳ οὕτως ἐκαλεῖτο, ἤτοι παρεμβεβλημένου τοῦ ἑτέρου κάππα ποδῶν τις κάκωσις οὖσα, ἤκατὰ συγκοπὴν, ὥς φησι Δίδυμος, οἷον… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»