-
1 πληκτικώς
-
2 πληκτικῶς
-
3 εκπληκτικως
1) потрясающе, ужасающе, грозно(προσφέρεσθαί τινι Diod.; πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένος Plut.)
2) ошеломляюще, изумительноἐ. ἀποδέχεσθαί τινα Polyb. — изумляться кому-л.
-
4 επιπληκτικως
-
5 καταπληκτικως
См. также в других словарях:
πληκτικώς — Α επίρρ. βλ. πληκτικός … Dictionary of Greek
πληκτικῶς — πληκτικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πληκτικός — ή, ό / πληκτικός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προκαλεί πλήξη, ο ανιαρός (α. «πληκτικός άνθρωπος» β. «πληκτική παράσταση» γ. «πληκτικό μέρος» δ. «τῆ ὀσμῇ πληκτικόν», Διοσκ.) αρχ. 1. ο κατάλληλος να πλήξει, να χτυπήσει («πληκτικὴ δύναμις», Επίκ.) 2. ο… … Dictionary of Greek