-
1 επιπληκτικως
-
2 επιπληκτικώς
-
3 ἐπιπληκτικῶς
См. также в других словарях:
ἐπιπληκτικῶς — ἐπιπληκτικός given to rebuking adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπληκτικός — ή, ό (Α ἐπιπληκτικός, ή, όν) [επιπλήσσω] νεοελλ. αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο») αρχ. αυτός που τού αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος. επίρρ...… … Dictionary of Greek