Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐπιπληκτικῶς

См. также в других словарях:

  • ἐπιπληκτικῶς — ἐπιπληκτικός given to rebuking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιπληκτικός — ή, ό (Α ἐπιπληκτικός, ή, όν) [επιπλήσσω] νεοελλ. αυτός που λέγεται ή γίνεται για επίπληξη, που έχει τον χαρακτήρα επιπλήξεως («επιπληκτικό έγγραφο») αρχ. αυτός που τού αρέσουν ή που είναι κατάλληλος για επικρίσεις, ο φιλόνικος. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»