Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

καταπληκτικῶς

См. также в других словарях:

  • καταπληκτικῶς — καταπληκτικός striking adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπληκτικός — ή, ό (AM καταπληκτικός, ή, όν) [κατάπληκτος] 1. αυτός που προξενεί κατάπληξη, εκπληκτικός, απίστευτος, αφάνταστος 2. τρομερός, φοβερός. επίρρ... καταπληκτικά και καταπληκτικώς (AM καταπληκτικώς) νεοελλ. με καταπληκτικό τρόπο, εκπληκτικά,… …   Dictionary of Greek

  • грозьѥ — ГРОЗЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Угроза, устрашение (καταπληκτικῶς!): он же готовъ бѣ и ризу свлещи. бити прѣтѩше судь˫а. и строгати ногты. изнести ѹтробѹ ѥг(о) грозье простираше. ГБ XIV, 166в …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ARGIVI — populi Graeciae, ab Argis dicti, quorum est frequens mentio apud Poetas. Hesychius, Α᾿ργεῖοι, οἱ Ε῞λληνες. Argivi autem furacitatis olim ita notati sunt, ut ab illis adagium ortum sit, cuius meminit. Suidas, Α᾿ργεῖοι φῶρες, ἐπὶ τῶν προδίλως… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • όμβρος — (I) ο (ΑΜ ὄμβρος) βροχή, ιδίως ραγδαία, νεροποντή («ραγδαίος όμβρος έλουσε καταπληκτικώς την γην», Παπαδ.) μσν. (για υγρό) ροή αρχ. 1. θύελλα και τρικυμία, τυφώνας 2. το νερό ως στοιχείο («μήτε γῆ μήτ ὄμβρος ἱερός, μήτε φῶς», Σοφ.) 3. ροή άφθονου …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»