-
1 Μελης
-
2 αμελης
21) беззаботный, беспечный; невнимательный, небрежный(Arph., Xen.; ἀ. τινος Plat. и περί τινα Isocr.)
οὐ ἀ. ποιεῖν τι Plut. — заботящийся о чем-л.2) оставленный без внимания, находящийся в пренебреженииοὐδενὴ ἀ. Xen. — составляющий предмет всеобщей заботы;
οὐκ ἀμελς γεγένηταί μοι εἰδέναι Luc. — я не преминул изучить -
3 αρτιμελης
-
4 βαθυσχοινος
-
5 εκμελης
21) неблагозвучный, нестройный(ἐ. τε καὴ ἀνάρμοστος Plat.)
2) несообразный, неумеренный(φιλοτιμία Plut.)
-
6 εμμελης
21) стройный, слаженный, согласный(ἁρμονία Arst.; χορεία Plut.)
2) размеренный, мерный(κίνησις Luc.)
3) упорядоченный, благоустроенный(πολιτεία Plut.)
4) благопристойный(ὁμιλία Arst.)
5) миловидный, изящный(θεοαπαινίς Plat.)
6) солидный, серьезный, основательный(ἐ. καὴ νόμιμος ἄρχων Plut.)
7) надлежащий, приходный, подходящий(ἐπὴ τέν χρείαν ἐ. ὅ λόγος Plut.)
ἐ. ὁμιλῆσαι Plut. — тонкий в обращении8) умеренный, скромный, воздержный9) умеренный, небольшой, скромный(οὐσία Plat.; πόλις τῷ μεγέθει ἑτέρων ἐμμελεστέρα Arst.)
-
7 επιμελης
21) заботящийся, имеющий попечение(ἀγαθῶν Plat.; τέκνων Arst.; ἀνθρώπων Plut.; περὴ τὰ αὑτῶν ἔργα Xen.)
2) заботливый, усердный3) являющийся предметом заботы(τινι Her., Thuc., Dem.)
ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι ὅ τι ἂν λέγῃ ἢ πράττῃ Plat. — я стараюсь узнать, что он говорит или делает;τοῖς ἄρχουσι ἐπιμελὲς ἔστω μή τις ἀδικῇ τὸν τοιοῦτον Plat. — пусть правители позаботятся, чтобы никто его не обидел;οὐδενὴ ἐπιμελές ἐστι περὴ αὐτοῦ Arst. — никому до него дела нет;τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Polyb. — всем этим ведает (римский) сенат -
8 ευμελης
-
9 ηδυμελης
-
10 θηλυμελης
-
11 λυσιμελης
2расслабляющий члены, т.е. обессиливающий -
12 μικρομελης
-
13 ουλομελης
-
14 πηρομελης
-
15 πλημμελης
21) неправильно поступающий, непорядочный(π. καὴ κακός Plat.)
2) дурной, плохой(βίος Plut.)
ἐάν τι πάθωμεν πλημμελές Plat. — если с нами случится какая-л. неприятность;πλημμελὲς ἂν εἴη ἀγανακτεῖν τηλικοῦτον ὄντα, εἰ δεῖ ἤδη τελευτᾶν Plat. — было бы недостойно в таком возрасте роптать на то, что приходится уже умирать -
16 πολυμελης
-
17 τειχομελης
-
18 τηξιμελης
-
19 τριμελης
-
20 υγρομελης
См. также в других словарях:
Μέλης — masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελής — Ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σμύρνη, γενέτειρα του Ομήρου σύμφωνα με την παράδοση, ο οποίος και επονομάστηκε Μελητιάδης ή Μελησιγενής. Μερικοί πίστευαν πως ο Όμηρος έγραψε τα έπη του σε… … Dictionary of Greek
μελής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του μελιού: Είχε μάτια μελιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλης — μέλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νικολαΐδης, Μελής — (Λάρνακα 1898 – Αθήνα 1979). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής της κυπριακής εφημερίδας Ηχώ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1936 40 και 1952 54 διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Από τα βιβλία του τα… … Dictionary of Greek
Μέλαι — Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελέων — Μέλης masc gen pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μελῶν — Μέλης masc gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλαις — Μέλης masc dat pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλεα — Μέλης masc acc sg (epic doric ionic) Μελέης masc voc sg Μελέης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μέλη — Μέλης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)