-
1 επιμελης
21) заботящийся, имеющий попечение(ἀγαθῶν Plat.; τέκνων Arst.; ἀνθρώπων Plut.; περὴ τὰ αὑτῶν ἔργα Xen.)
2) заботливый, усердный3) являющийся предметом заботы(τινι Her., Thuc., Dem.)
ἐπιμελὲς πεποίημαι εἰδέναι ὅ τι ἂν λέγῃ ἢ πράττῃ Plat. — я стараюсь узнать, что он говорит или делает;τοῖς ἄρχουσι ἐπιμελὲς ἔστω μή τις ἀδικῇ τὸν τοιοῦτον Plat. — пусть правители позаботятся, чтобы никто его не обидел;οὐδενὴ ἐπιμελές ἐστι περὴ αὐτοῦ Arst. — никому до него дела нет;τούτων πάντων ἐπιμελές ἐστι τῇ συγκλήτῳ Polyb. — всем этим ведает (римский) сенат
См. также в других словарях:
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek