-
1 κυλιω
1) кататьmed.-pass. — катиться (πεσὼν ἐπὴ τῆς γῆς ἐκυλίετο NT.)2) скатывать в шарики(οἱ κάνθαροι κυλίουσι κόπρον Arst.)
3) med.-pass. кружиться, вертеться(τροχὸς κυλίεται Arst.)
; перен. бродить(περὴ την ἀγοράν Arst.)
-
2 κυλίω
κυλίω, = κυλίνδω; Comic. bei D. L. 2, 108; κυλίεσϑαι περὶ τὴν ἀγοράν Arist. pol. 6, 4; einzeln auch bei Sp.
-
3 κυλίω
A , ([etym.] ἀνα-)κυλῖον Alex.116
:— roll along, γαστέρας αἱμοβόρως ἐκύλιον, of serpents, Theoc.24.18;κυλίουσιν [ἀλλήλους] ἐν τῷ πηλῷ Luc.Anach.6
; λόγοις τοὺς ῥήτορας κ. rolling them over, Com.Adesp.294 codd.: freq. in later Gr., LXX Jo.10.18, al.: metaph.,ἐκ κισσηρεφέος κεφαλῆς εὔϋμνα κυλίων ῥήματα Call.Epigr.
in Berl.Sitzb.1912.548:—[voice] Pass., roll, whirl along, Arist.Cael. 290a25, al.; of bees, grovel, Id.HA 625b5;πρὸς τοῖς ἑαυτοῦ γόνασι κυλιομένην D.H.8.39
; κ. περὶ τὴν ἀγοράν to be always loitering there, Arist.Pol. 1319a29; roll about, in pantomime, Id.Po. 1461b31. -
4 κυλίω
κυλίω (s. prec. entry) 1 aor. ἐκύλισα. Pass.: impf. ἐκυλιόμην; aor. ἐκυλίσθην; fut. 3 sg. κυλισθήσεται LXX (perh. also earlier Gk. [Kühner-Bl. II 453]; Polyb. 26, 10, 16; Hero Alex. I p. 342, 19; LXX; En 18:15; TestJud 6:4; Joseph.)① to move an object by rolling it, roll (up) τί someth. act. λίθον (BGU 1290, 10; 19 [II B.C.]; 1 Km 14:33; Pr 26:27; Jos., Ant. 6, 121 [pass.]; TestJud 6:4) GPt 8:32; Lk 23:53 v.l.② to move on a surface by turning over and over, roll (oneself) pass. in act. sense (Aristot., HA 5, 19, 18; Polyb. 26, 1, 14; Dionys. Hal. 8, 39; Aelian, NA 7, 33; Epict. 4, 11, 29; LXX; En 18:15) of one possessed by a hostile spirit Mk 9:20. Of sinners in the place of punishment ApcPt 15, 30. Of stones: roll (Alex. Aphr., Fat. 36 II 2 p. 208, 24 κυλίεσθαι=roll [of a ball on an inclined plane]; Quint. Smyrn. 2, 384 κυλίνδεσθαι=roll [of a stone]; cp. Zech 9:16; Jos., Ant. 5, 219) ἐκ τῆς ὁδοῦ εἰς τὴν ἀνοδίαν or εἰς τὸ ὕδωρ from the road into the pathless ground or into the water Hv 3, 2, 9; 3, 7, 1; cp. 3; GPt 9:37.—DELG s.v. κυλίνδω. M-M. -
5 κυλίω
κυλί̱ω, κυλίωroll: pres subj act 1st sgκυλί̱ω, κυλίωroll: pres ind act 1st sg -
6 κυλίω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυλίω
-
7 κυλίω
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > κυλίω
-
8 κυλίω
см. κυλώ -
9 κυλίω
+ V 0-5-4-2-1=12 Jos 10,18; JgsA 7,13; 1 Sm 14,33; 2 Kgs 9,33(bis)(→ἀποκυλίω, ἐγ-, ἐπικυλίω, κατακυλίω,,) -
10 παρα-κυλίω
παρα-κυλίω (s. κυλίω), nebenbei, vorbei rollen, zw.
-
11 ἐγ-κυλίω
ἐγ-κυλίω (s. κυλίω), darin wälzen; πολλοῖς ἑαυτὸν πράγμασιν ἐγκυλῖσαι Pherecrat. bei Stob. flor. 116, 12. – Sonst im pass. = sich darin herumwälzen, Theophr.; oft übertr., wie versari, εἰς πολιτικὰς πράξεις ἐγκυλισϑείς, in die Staatshändel verwickelt, Dion. Hal. 11, 36; – med. ἐγκυλίσασϑαι, Luc. Hipp. 6.
-
12 ἐκ-κυλίω
ἐκ-κυλίω (s. κυλίω), herauswälzen, -rollen; ἐξεκυλίσϑη ἐκ δίφρου, er stürzte vom Wagen herab, Il. 6, 42. 23, 394; ἐκ τῶν δικτύων, sich herauswinden, Xen. Cyn. 8, 8; ἐξεκύλισσε Pind. frg. 2, wie Agath. 59 (VI, 72); ὕνις ἐξεκύλῑσέ με Antiphil. (VII, 176). Uebertr., ὅτῳ τρόπῳ τῆςδ' ἐκκυλισϑήσῃ τέχνης, sich herauswinden, herauskommen, Aesch. Prom. 87; ἐκ προτέρου βιότου κτεάνων τε Man. 6, 673; πολλοὺς δὲ καὶ εἰς μόρον ἐξεκύλισας Opp. H. 4, 20, ins Verderben stürzen; ähnl. τοὺς εἰς ἔρωτας ἐκκυλισϑέντας Xen. Mem. 1, 2, 22, mit der v. l. ἐγκ. Vgl. οὕτω δ' εἰς ἀγορὰν τοῠ διηγήματος ἐκκυλισϑέντος Plut. garrul. 11, s. ἐκκυκλέω; – ἐκκύλιστοι στέφανοι Ath. XV, 678 f, wo aus Nic. auch dafür ἐκκυλίσιοι angeführt wird, so fest gewickelt, daß man sie rollen kann; vgl. Poll. 7, 199.
-
13 προς-κυλίω
προς-κυλίω, hinzu-, hinanwälzen; προςκύλιε Ar. Vesp. 202; Sp., wie N. T.
-
14 προ-κυλίω
προ-κυλίω, = προκυλινδέω, pass., D. Hal. 6, 26. 8, 39.
-
15 συγ-κυλίω
συγ-κυλίω, = Vorigem; τῷ Διογένει συγκυλίεται, von der Lais, Ath. XIII, 588 e.
-
16 συγ-κατα-κυλίω
συγ-κατα-κυλίω, zugleich, zusammen herabwälzen, Sp.
-
17 εἰς-κυλίω
εἰς-κυλίω, hineinwälzen, ϑαλάσσῃ Call. Del. 33; übertr., ἑαυτὸν ἐς πράγματα, sich verwickeln, Ar. Th. 651, vgl. 767.
-
18 δια-κυλίω
δια-κυλίω, dasselbe, Aristaenet. 1, 10.
-
19 ἀπο-κυλίω
ἀπο-κυλίω, = άποκυλίνδω, N. T. u. a. Sp.
-
20 ἀμφι-κυλίω
ἀμφι-κυλίω, herumwälzen, Pind. φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις N. 8, 23, er ließ ihn ins Schwert stürzen.
См. также в других словарях:
κυλίω — και κυλώ και κυλάω κύλισα και κύλησα, κυλίστηκα και κυλήθηκα, κυλιόμενος και κυλημένος 1. μετακινώ κάτι πάνω σε μια επιφάνεια με περιστροφή, το κυλάω, το τσουλάω. 2. κάνω κάτι να κυλιστεί προς τα κάτω: Κυλούσαν μεγάλες πέτρες από την κορφή του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλίω — (AM κυλίω) κινώ κάτι περιστροφικά στο έδαφος, τσουλάω, κυλώ ή κάνω κάτι να κυλήσει, μετακινώ στριφογυρίζοντας («κυλίσατε λίθους ἐπὶ τὸ στόμα τοῡ σπηλαίου», ΠΔ) νεοελλ. 1. (συν. μέσ. ή παθ.) κυλίομαι και κυλιέμαι πέφτω προς τα κάτω κυλώντας 2. φρ … Dictionary of Greek
κυλίω — κυλί̱ω , κυλίω roll pres subj act 1st sg κυλί̱ω , κυλίω roll pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλῖον — κυλίω roll pres part act masc voc sg κυλίω roll pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυλίεσθε — κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres imperat mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll pres ind mp 2nd pl κυλί̱εσθε , κυλίω roll imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐγκυλίῃ — ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres ind mp 2nd sg ἐγκυλί̱ῃ , ἐν κυλίω roll pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλινδώ — ἀλινδῶ ( έω) και ἀλίνδω (Α) Ι ενεργ. κυλίω, κυλώ (το παθ. ἀλινδοῡμαι ή ἀλίνδομαι συνήθ. στη μτχ.) 1. κυλιέμαι στη σκόνη 2. κυλιέμαι ασκούμενος στην παλαίστρα 3. περιφέρομαι, περιπλανιέμαι 4. ξημεροβραδιάζω, συχνάζω κάπου 5. (με μειωτική σημ.)… … Dictionary of Greek
προσκυλίω — Α [κυλίω] 1. κυλίω κάτι προς μία κατεύθυνση («καὶ προσκυλίσας λίθον μέγαν τῇ θύρᾳ τοῡ μνημείου», ΚΔ) 2. παθ. προσκυλίομαι μτφ. (με κακή σημ.) κυλιέμαι μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek
συγκυλίω — Α 1. κυλίω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. (κυρίως το μέσ.) συγκυλίομαι α) (σχετικά με χαμερπή απόλαυση) κυλιέμαι μαζί με κάποιον άλλο β) (για αετό) κινούμαι προς τα κάτω με ορμή («συγκυλισθεὶς ἐπὶ τὴν γῆν τὰς τρεφομένας περιστεράς... ἐθήρευεν», Διοδ.) … Dictionary of Greek
εἰσκυλίει — εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind mp 2nd sg εἰσκυλί̱ει , εἰσ κυλίω roll pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακυλίουσι — κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κατακυλί̱ουσι , κατά κυλίω roll pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)