-
1 ἀμφι-κυλίω
ἀμφι-κυλίω, herumwälzen, Pind. φασγάνῳ ἀμφικυλίσαις N. 8, 23, er ließ ihn ins Schwert stürzen.
-
2 ἀμφικυλίω
-
3 αμφικυλιω
или ἀμφι-κυλίνδω обертывать
См. также в других словарях:
ούλος — (I) η, ο (Α επικ και ιων. τ. οὖλος, η, ον) βλ. όλος νεοελλ. φρ. «είναι με τα ούλα του» δεν τού λείπει τίποτε, είναι τέλειος. (II) η, ο (ΑΜ οὖλος, η, ον) (για τρίχες) σγουρός, κατσαρός («οἱ ἐκ τῆς Λιβύης οὐλότατον τρίχωμα έχουσι πάντων ἀνθρώπων»,… … Dictionary of Greek