-
1 κυλώ
κυλάω 1.μετ.1) катать, катить; выкатывать; перекатывать; τον κύλησα χάμω он кубарем отлетел от меня; 2) валять; вывалять;1) — кататься; — катиться; — выкатываться; — перекатываться;2. αμετ., тж. κυλιέμαι, κυλιούμαι
2) валяться; вываляться;κυλιέμαι στο χιόνι — валяться в снегу;
3) прям., перен. скатываться;4) течь, катиться;τό ποτάμι κυλάει — река течёт;
5) течь, протекать (о времени);οι μέρες κυλανε — дни текут, дни проходят;
6) перен. повадиться; пристраститься (к чему-л. плохому);κυλιέμαι στα χαρτοπαίγνια — пристраститься к картам
-
2 κυλώ
[кило] р. катать, валятьсяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > κυλώ
-
3 κυλώ
[кило] ρ катать, валяться. -
4 κυλώ
couler -
5 κυλώ
1) ooze2) roll3) streamΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κυλώ
-
6 прикатывать
κυλώ, κατρακυλώ (κάτι κάπου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > прикатывать
-
7 валять
ρ.δ.μ. παθ. μτχ. παρλθ. χρ. валянный, βρ: -лян, -а, -о1. κυλίω, κυλώ•в снегу κυλώ στο χιόνι•
валять в муке κυλώ στο αλεύρι•
валять в грязи κυλώ στη λάσπη•
валять по полу κυλώ στο πάτωμα (χάμω).
2. γναφεύω υφάσματα, πιλώ, συμπιλώ.3. φτιάχνω, κάνω όπως-όπως, τσαπατσούλικα.1. κυλιέμαι, κυλίομαι.2. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι•пьяница валяется на мостовой ο μεθυσμένος είναι ξαπλωμένος στο λιθόστρωτο.
|| πέφτω κλινήρης, κρεβατώνομαι. || κείτομαι άτακτα, είμαι πεταμένος•шарф -ется на полу το κασκόλ είναι πεταγμένο στο πάτωμα.
εκφρ.- на ногах – προσπέφτω στα πόδια (ταπεινά παρακαλώ)•на дороге ή на улице ή на полу – κ.τ.τ. не валяется στο δρόμο (καταγής) δε βρίσκεται, δεν αποκτιέται τζάμπα. -
8 течь
I течь Ι 1) (катиться) ρέω, κυλώ 2) (протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. л.)· бочка течёт το βαρέλι τρέχει 3) (о времени) περνώ, κυλώ II течь II ж το άνοιγμα, το ρήγμα* * *I1) ( катиться) ρέω, κυλώ2) ( протекать) ρέω, τρέχω; στάζω (о крыше и т. п.)бо́чка течёт — το βαρέλι τρέχει
3) ( о времени) περνώ, κυλώII жτο άνοιγμα, το ρήγμα -
9 накатывать
накатывать Iнесов1. (чего-л.) κυλώ, κυλίω, κουβαλώ κυλώντας, συναθροίζω:\накатывать бочек (бревен) κυλώ βαρέλια (κορμούς δέντρων)·2. (наготавливать) φτιάνω·3. (дорогу) ἐξομαλύνω, ὀμαλύνω, πατῶ μέ ὁδοστρωτήρα·4. (наносить) στρώνω, ἀπλώνω (в полиграфии) / σταμ-πάρω (рисунок на ткань).накатывать IIнесов (катя, надвигать) κυλῶ, κουβαλώ κυλώντας. -
10 выкатать
ρ.σ.μ.1. ομαλύνω, ισιάζω, στρώνω.2. κυλώ•выкатать кого–нибудь в снеге κυλώ κάποιον στο χιόνι.
3. (διαλκ.) πληρώνομαι για τη μεταφορά.1. ομαλύνομαι, ισιώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.).2. ρ.σ.μ. (απλ.) κυλώ προς τα έξω. -
11 докатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. докаченный, βρ: -чен, -а, -о ρ.σ.1. μ. κυλώ ως•докатить бочку до погреба κυλώ το βαρέλι ως το υπόγειο.
2. μεταβαίνω, μετακινούμαι ταχιά.1. κυλώ ως•мяч -лся до края το τόπι κύλισε ως την άκρη.
2. καταντώ•он -лся до тюрьмы αυτός κατάντησε στη φυλακή.
3. φτάνω ως•выстрел -лся до нас ο πυροβολισμός ακούστηκε ως εμάς.
-
12 катать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. катанный, βρ: -тан, -а, -о.1. κυλώ (προς διάφορες κατευθύνσεις ή σε διάφορο χρόνο)•катать брёвна κυλώ κούτσουρα•
катать мячом по полу κυλώ το τόπι στο πάτωμα.
2. πηγαίνω (βγάζω) κάποιον περίπατο (με μεταφ. μέσο). || αμαζεύω, πηγαίνω αμαξάδα.3. επισκέπτομαι, μεταβαίνω με μεταφορ. μέσο.4. πιέζω• μαγγανίζω, χιλινδρώ.5. λεπτύνω μέταλλο, ελασματοποιώ•катать проволоку συρματοποιώ.
6. βλ. валить (2 σημ.).7. μτφ. διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι κινούμαι ορμητικά, γρήγορα.1. κυλιέμαι κλπ ρ. ενεργ. φ.2. χάνω βόλτες με μεταφορικό μέσο•катать на коньках γλυστρώ με τα παγοπέδιλα, πατινάρω•
катать на велосипеде ποδηλα-τώ•
катать на лодке κάνω βαρκάδα, λεμβοδρομώ.
3. επισκέκτομαι, μεταβαίνω (με μεταφορ. μέσο).4. βλ. και ρ. ενεργ. φ. (4, 5, 6, 7 σημ.). || στριφογυρίζω, υποφέρω πολύ, χτυπιέμαι•катать от боли по полу στριφογυρίζω στο πάτωμα από τον πόνο.
εκφρ.катать со смеху – ξεγκαρδίζομαι στα γέλια. -
13 повалять
ρ.σ.μ. κυλώ•повалять в муке κυλώ στο αλεύρι•
повалять в грязи κυλώ στη λάσπη.
|| απρόσ. κουνώ, ταράσσω (για θάλασσα).κυλιέμαι•повалять на траве κυλιέμαι στη χλόη.
|| ξαπλώνω, κάθομαι ξαπλωμένος• κείτομαι. -
14 подкатить
-качу, -катишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подкаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. κυλώ προς ή κάτω απο•подкатить бочку к углу κυλώ το βαρέλι προς τη γωνία.
|| οδηγώ, φέρω (για οχήματα).2. (για μεταφορικά μέσα) τρέχω, πλησιάζω, φτάνω γρήγορα.3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι ξαφνικά•тошнота -ла к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό•
у меня -ло в сердце μου ήρθε άσχημα στην καρδιά.
εκφρ.подкатить глаза – περιφέρω τους βολβούς των ματιών.κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. мячик -лся под диван το τόπι κύλισε κάτω από το ντιβάνι•ко мне -лся мальчик σέ μένα ήρθε γρήγορα ένα παιδάκι•
тошнота -лась к горлу μου ήρθε να κάνω εμετό.
-
15 укатить
укачу, укатишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. укаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. μ. κυλώ, απομακρύνω κυλώντας•укатить бочку κυλώ το βαρέλι•
укатить колесо κυλώ τη ρόδα (τροχό)..
2. (για μέσα μεταφοράς)• φεύγω κυλώντας. || (για άνθρωπο) αναχωρώ, φεύγω (με μεταφ. μέσο)•он -ил за границу αυτός έφυγε για το εξωτερικό.
3. (απλ.) φεύγω ολοταχώς, το σκάζω.1. κυλίω, απομακρύνομαι κυλιόμενος•мяч -лся το τόπι κύλισε μακριά.
2. βλ. ενεργ. φ. 2 σημ. -
16 протекать
протекать 1) (о реке) διαρρέω, τρέχω 2) (о времени) περνώ, κυλώ 3) (просачиваться) διεισδύω· κάνω νερά (о лодке (/ т.п./)* * *1) ( о реке) διαρρέω, τρέχω2) ( о времени) περνώ, κυλώ3) ( просачиваться) διεισδύω; κάνω νερά (о лодке и т.п.) -
17 перекатить
перекатитьсов, перекатывать несов1. κυλώ κάτι, κατρακυλώ:перекатывать бочку с места на место κυλώ τό βαρέλι ἀπ' τό ἕνα μέρος στό ἀλλο. -
18 подкатить
подкатитьсов, подкатывать несов1. (что-л.) κυλῶ, κατρακυλώ (μετ.):\подкатить бочку κυλῶ τό βαρέλι·2. (быстро подъезжать) разг φτάνω, σταματώ·3. безл:ком подкатил к го́рлу ἔνας κόμπος μοῦ στάθηκε στον λαιμό. -
19 roll
I 1. [rəul] noun1) (anything flat (eg a piece of paper, a carpet) rolled into the shape of a tube, wound round a tube etc: a roll of kitchen foil; a toilet-roll.) ρολό2) (a small piece of baked bread dough, used eg for sandwiches: a cheese roll.) ψωμάκι, φραντζολάκι3) (an act of rolling: Our dog loves a roll on the grass.) κουτρουβάλα, στριφογύρισμα4) (a ship's action of rocking from side to side: She said that the roll of the ship made her feel ill.) κούνημα5) (a long low sound: the roll of thunder.) μπουμπουνητό6) (a thick mass of flesh: I'd like to get rid of these rolls of fat round my waist.) δίπλα7) (a series of quick beats (on a drum).) τυμπανοκρουσία2. verb1) (to move by turning over like a wheel or ball: The coin/pencil rolled under the table; He rolled the ball towards the puppy; The ball rolled away.) κυλώ, τσουλάω2) (to move on wheels, rollers etc: The children rolled the cart up the hill, then let it roll back down again.) κυλώ3) (to form (a piece of paper, a carpet) into the shape of a tube by winding: to roll the carpet back.) τυλίγω4) ((of a person or animal in a lying position) to turn over: The doctor rolled the patient (over) on to his side; The dog rolled on to its back.) ανοίγω (φύλλο): ισοπεδώνω, στρώνω5) (to shape (clay etc) into a ball or cylinder by turning it about between the hands: He rolled the clay into a ball.) κάνω μπάλα, κάνω ρολό6) (to cover with something by rolling: When the little girl's dress caught fire, they rolled her in a blanket.) τυλίγω7) (to make (something) flat or flatter by rolling something heavy over it: to roll a lawn; to roll pastry (out).) ανοίγω (φύλλο): ισοπεδώνω, στρώνω8) ((of a ship) to rock from side to side while travelling forwards: The storm made the ship roll.) κουνιέμαι, μποτζάρω9) (to make a series of low sounds: The thunder rolled; The drums rolled.) μπουμπουνίζω10) (to move (one's eyes) round in a circle to express fear, surprise etc.) κινώ κυκλικά τα μάτια μου11) (to travel in a car etc: We were rolling along merrily when a tyre burst.) ταξιδεύω με τροχοφόρο12) ((of waves, rivers etc) to move gently and steadily: The waves rolled in to the shore.) κυματίζω ελαφρά13) ((of time) to pass: Months rolled by.) περνώ•- roller- rolling
- roller-skate 3. verb(to move on roller-skates: You shouldn't roller-skate on the pavement.) κάνω πατίνι- roll in
- roll up II(a list of names, eg of pupils in a school etc: There are nine hundred pupils on the roll.) κατάλογος ονομάτων -
20 run
1. present participle - running; verb1) ((of a person or animal) to move quickly, faster than walking: He ran down the road.) τρέχω2) (to move smoothly: Trains run on rails.) κυλώ3) ((of water etc) to flow: Rivers run to the sea; The tap is running.) κυλώ, ρέω, τρέχω4) ((of a machine etc) to work or operate: The engine is running; He ran the motor to see if it was working.) δουλεύω5) (to organize or manage: He runs the business very efficiently.) διευθύνω, διαχειρίζομαι, κουμαντάρω6) (to race: Is your horse running this afternoon?) τρέχω σε αγώνα7) ((of buses, trains etc) to travel regularly: The buses run every half hour; The train is running late.) κάνω δρομολόγιο8) (to last or continue; to go on: The play ran for six weeks.) διαρκώ9) (to own and use, especially of cars: He runs a Rolls Royce.) οδηγώ10) ((of colour) to spread: When I washed my new dress the colour ran.) ξεβάφω11) (to drive (someone); to give (someone) a lift: He ran me to the station.) πηγαίνω με το αυτοκίνητο12) (to move (something): She ran her fingers through his hair; He ran his eyes over the letter.) περνώ13) ((in certain phrases) to be or become: The river ran dry; My blood ran cold (= I was afraid).) γίνομαι2. noun1) (the act of running: He went for a run before breakfast.)2) (a trip or drive: We went for a run in the country.)3) (a length of time (for which something continues): He's had a run of bad luck.)4) (a ladder (in a stocking etc): I've got a run in my tights.)5) (the free use (of a place): He gave me the run of his house.)6) (in cricket, a batsman's act of running from one end of the wicket to the other, representing a single score: He scored/made 50 runs for his team.)7) (an enclosure or pen: a chicken-run.)•- runner- running 3. adverb(one after another; continuously: We travelled for four days running.) συνεχώς- runny- runaway
- rundown
- runner-up
- runway
- in
- out of the running
- on the run
- run across
- run after
- run aground
- run along
- run away
- run down
- run for
- run for it
- run in
- run into
- run its course
- run off
- run out
- run over
- run a temperature
- run through
- run to
- run up
- run wild
См. также в других словарях:
κυλώ — και κυλάω βλ. κυλίω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλώ — κυλάω / κυλώ, κύλησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κυλώ — άω, μέσ. κυλιέμαι και κυλιούμαι 1. κινώ κάτι ή κινούμαι περιστροφικά πάνω σε μιαν επιφάνεια ή μέσα σε κάτι (α. «χαμαί στη γης εξάπλωσε, στα αίματα κυλίστη», Ερωτόκρ. β. «τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο») 2. κάνω κάτι να κατρακυλήσει, να κυλήσει… … Dictionary of Greek
κατρακυλώ — άω 1. κυλιέμαι προς τα κάτω, κατέρχομαι γλιστρώντας ή με αλλεπάλληλες ανατροπές (α. «κατρακύλησε από τη σκάλα» β. «το αυτοκίνητο κατρακύλησε στον γκρεμό») 2. (για νερό) χύνομαι 3. κάνω κάποιον να κυλήσει γρήγορα προς τα κάτω, μετακινώ κάποιον ή… … Dictionary of Greek
αιματοκυλίζω — και αιματοκυλίω και αιματοκυλώ και ματοκυλώ, ματοκυλάω, ματοκυλίζω 1. κυλώ κάποιον στο αίμα, σκοτώνω ή τραυματίζω σοβαρά 2. γίνομαι αίτιος να χυθεί αίμα, να γίνουν τραυματισμοί και φόνοι, προκαλώ αιματοχυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα + αρχ. κυλίω (νεώτ … Dictionary of Greek
αλευρογυρίζω — 1. κυλώ κάτι μέσα σε αλεύρι, για να τό τηγανίσω, αλευρώνω 2. ρίχνω και κυλώ κάποιον στο χώμα 3. τριγυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλεύρι + γυρίζω] … Dictionary of Greek
ανακυλώ — ( άω) [μτγν. ἀνακυλίω] Ι. (μτβ.) 1. κυλώ 2. κυλώ προς τα επάνω ή προς τα πίσω ή κατ’ επανάληψη 3. ανακινώ, μετακινώ, κάνω άνω κάτω 4. αντιστρέφω, αναποδογυρίζω 5. σκάβω, ανασκάβω 6. μεταβάλλω τη φυσική θέση πραγμάτων, ανακατεύω 7. περιστρέφω,… … Dictionary of Greek
κατακυλίω — (Α κατακυλίω) κυλώ κάτι προς τα κάτω, κατρακυλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + κυλίω «κυλώ»] … Dictionary of Greek
μετακυλίνδω — (Α, Μ μετακυλινδῶ, έω) κυλώ σε άλλο τόπο, μετακυλώ μσν. (μόνο το μέσ.) μετακυλινδοῡμαι, έομαι (για τον χρόνο) περνώ, παρέρχομαι («ὁ χρόνος μετακυλινδούμενος... τῆς γονιμότητος ἀφανιστικός ἐστιν», Ιω. Διάκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κυλίνδω… … Dictionary of Greek
μύρω — (ΑΜ μύρω) (συν. το μέσ.) μύρομαι α) οδύρομαι, χύνω δάκρυα, κλαίω («ἥ γε ξὺν παιδὶ καὶ ἀμφιπόλῳ εὐπέπλῳ πύργῳ ἐφεστήκει γοόωσά τε μυρομένη τε», Ομ. Ιλ.) β) (μτθ.) θρηνώ, μοιρολογώ κάποιον (μσν. αρχ.) στάζω αρχ. (για ποταμό) τρέχω, ρέω, κυλώ,… … Dictionary of Greek
τσουλώ — και τσουλάω Ν 1. (μτβ.) σπρώχνω, κυλώ 2. (αμτβ.) γλιστρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κυλῶ, μέσω ενός τ. τσυλώ (με τσιτακισμό) με διατήρηση τής αρχ. προφοράς τού υ (πρβλ. ξουράφι < ξυράφι)] … Dictionary of Greek