-
1 εκριφθείς
-
2 ἐκριφθείς
-
3 πρόῤ-ῥιζος
πρόῤ-ῥιζος, mit der Wurzel, von Grund aus, οἱ δέ τε ϑάμνοι πρόῤῥιζοι πίπτουσιν, Il. 11, 157, 14, 415; Μυρτίλος δίφ ρων πρόῤῥιζος ἐκριφϑείς, Soph. El. 502; τὸ πᾶν δὴ δεσπ όταισι τοῖς πάλαι πρόῤῥιζον ἔφϑαρται γένος, 755, wie Andoc. 1, 146, πρόῤῥιζον οἴχεται γένος, Her. πρόῤῥιζον ἀνατρέπειν τινά, 1, 32, vgl. 3, 40 u. Valck. Hipp. 683; im eigentlichen Sinne, Theophr. u. Sp., Ep. ad. 384 (IX, 131); – πρόῤῥιζον u. πρόῤῥιζα werden von Sp. adverbial gebraucht.
-
4 εκριπτω
1) сбрасывать(δίφρων ἐκριφθείς Soph.)
2) выбрасывать(τὰ λείψανα τοῦ τεθνηκότος Plut.)
θαλάσσιόν τινα ἐκρίψαι Soph. — бросить кого-л. в море3) изгонятьμεταξὺ λέγων ὑφ΄ ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin. — не дав ему договорить ( точнее в середине речи), вы прогнали его4) произносить(τοιάδ΄ ἔπη Aesch.)
-
5 πρόρριζος
A by the roots, root and branch, utterly,θάμνοι π. πίπτουσιν Il.11.157
;ὁθ'.. ἐξερίπῃ δρῦς π. 14.415
; [πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε Hdt.1.32
;κακῶς ἐτελεύτησε π. Id.3.40
;Ζεύς σε.. π. ἐκτρίψειεν E.Hipp. 684
, cf. Hdt.6.86.δ ;π. ἔφθαρται γένος S.El. 765
; [γένος] οἴχεται π. And.1.146
;δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων A.Pers. 812
;δίφρων π. ἐκριφθείς S.El. 512
(lyr.);π. αὐτὸς.. ἀπολοίμην Ar.Ra. 587
: neut. πρόρριζον as Adv., Arist.HA 616a2 (prob.l.), Lyc.214.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόρριζος
-
6 ἐκρίπτω
A cast forth,ἔξω με [γῆς]..ἐκρίψατε S.OT 1412
; ; discharge,γάλα Sor.1.88
:—[voice] Pass.,δίφρων ἐκριφθείς S.El. 512
; of an orator, to be hissed off,μεταξὺ λέγων ὑφ' ὑμῶν ἐξερρίφη Aeschin.2.153
.2 [voice] Pass., to be spread abroad, LXXJd. 15.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκρίπτω
См. также в других словарях:
ἐκριφθείς — ἐκρῑφθείς , ἐκρίπτω cast forth aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)