-
1 εκπίεσμα
-
2 ἐκπίεσμα
-
3 εκπίεσμα
το хим. вытяжка -
4 ἐκπίεσμα
A that which is squeezed out, juice, Dsc.1.52, Archig. ap. Gal.12.551.II false form for ἐμπίεσμα (q.v.), Gal.19.432, 14.782.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπίεσμα
-
5 ἐκπίεσμα
ἐκ-πίεσμα, τό, das Ausgedrückte, Ausgepreßte -
6 вытяжка
вытяж||каж1. (действие) ἡ ἐξαγωγή·2. хим. τό ἐκχύλισμα, τό ἀπόσταγμα, τό. ἐκπίεσμα:делать \вытяжкаку βγάζω ἀπόσταγμα, ἀποστάζω. -
7 εκπιέσματα
-
8 ἐκπιέσματα
-
9 εκπιέσματι
-
10 ἐκπιέσματι
-
11 εκπιέσματος
-
12 ἐκπιέσματος
-
13 вытяжка
-и θ.1. τέντωμα.2. τράβηγμα, απορρόφηση,3. εκχύλισμα, εκπίεσμα (διάλυμα). -
14 ἐκπίασμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκπίασμα
См. также в других словарях:
εκπίεσμα — ἐκπίεσμα, το (AM) το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση … Dictionary of Greek
ἐκπίεσμα — that which is squeezed out neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπιέσματα — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπιέσματι — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπιέσματος — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)