Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ἐκπίεσμα

См. также в других словарях:

  • εκπίεσμα — ἐκπίεσμα, το (AM) το υγρό, ο χυμός που λαμβάνεται με εκπίεση …   Dictionary of Greek

  • ἐκπίεσμα — that which is squeezed out neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπιέσματα — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπιέσματι — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκπιέσματος — ἐκπίεσμα that which is squeezed out neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»